Blogger Widgets




5 Φεβρουαρίου 2011

Αγάπα τον εαυτό σου

 Μήπως είναι λάθος να αγαπά κάποιος τον εαυτό του?
Το γνωστό εδάφειο  «αγαπά τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου που είπε ο Ιησούς Χριστός» μας αφήνει να εννοήσουμε ότι δεν είναι λάθος να αγαπάς τον εαυτό σου αλλά αντιθέτως αυτό πρέπει να γίνει το μέτρο με το οποίο πρέπει να αγαπάμε τους γύρω μας.
Στην πραγματικότητα η αποδοχή και η αγάπη του εαυτού μας είναι απαραίτητη για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε και να δεχτούμε τους γύρω μας.
Πως μπορούμε λοιπόν να έχουμε αγάπη για τον εαυτό μας χωρίς να καταντήσουμε εγωιστές ; 
Βασική προϋπόθεση για να αποκτήσουμε υγιή αγάπη για τον εαυτό μας είναι να κατανοήσουμε και να δεχτούμε την αγάπη που μας προσφέρει ο Θεός.
Στην προς ρωμαιους επιστολη 8 διαβάζουμε : 8 Ο Θεός όμως δείχνει την δική του αγάπη σ' εμάς, γιατί, ενώ ακόμα εμείς ήμασταν αμαρτωλοί, ο Χριστός πέθανε για μας.
Μια τέτοια αγάπη μας προσφέρει ο Θεός που αν την δεχτούμε μπορούμε να αγαπήσουμε και τον εαυτό μας.
M`αυτό δεν θέλω να πω ότι αγαπώ και αποδέχομαι κάθε τι που κάνω, καλό η κακό, αλλά ότι μπορώ να αποδεχτώ τον εαυτό μου όπως ακριβώς είναι, γιατί πρώτος ο Θεός με αποδέχεται μ’ αυτό τον τρόπο     ( μας αγάπησε ενώ ακόμα εμείς ήμασταν αμαρτωλοί).                   Ο ειλικρινής χριστιανός κατανοεί την αμαρτωλότητα του χωρίς να κατακρίνει τον εαυτό του αφού η κρίση της αμαρτίας του έπεσε όλη επάνω στον Χριστό.
Η κατανόηση αυτή δεν είναι απλά διανοητική αλλά φέρνει όπως αναφέρεται στην Β επιστολή προς Κορινθίους 7:9, λύπη προς μετάνοια (όχι όμως κατάκριση) γιατί σκοπός του Θεού είναι να μας αλλάξει (όχι να μας καταδικάσει) μορφώνοντας μέσα μας την εικόνα του, που είναι ο Χριστός. Ξέρω λοιπόν ότι πρέπει να αλλάξω σε πολλούς τομείς και θέλω να αλλάξω.
Πιστεύω πως ο Θεός με περνάει καθημερινά από μια διαδικασία αλλαγής προς το καλύτερο αλλά εντωμεταξύ δεν θα απορρίψω ούτε θα κατακρίνω αυτόν που ο Θεός αποδέχεται προς σωτηρία.
Αποδέχομαι τον εαυτό μου έτσι όπως είμαι αναγνωρίζοντας ότι με την βοήθεια του Θεού μεταμορφώνομαι προς το καλύτερο.
Όταν κανείς δεχτεί λοιπόν την χωρίς όρους ανεξάντλητη και ακατανόητη αγάπη του Θεού ελευθερώνεται για να μπορέσει να αγαπήσει τον Θεό τον εαυτό του και τον πλησίον του.
Ποια είναι όμως εκείνη η αρρωστημένη αγάπη για τον εαυτό μας που καταντά εγωισμός; 
Όταν ο άνθρωπος δικαιολογεί το κακό και την αμαρτία μέσα στην ζωή του δεν έχει ανάγκη από σωτηρία και συνεπώς δεν ψάχνει και δεν αναζητεί τον Θεό.
Διαβάζουμε στο κατά λουκα ευαγγελιο 5: 30 Και οι γραμματείς  και οι Φαρισαίοι γόγγυζαν στους μαθητές του, λέγοντας: Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς;31 Και ο Ιησούς, απαντώντας σ' αυτούς, είπε: Δεν έχουν ανάγκη γιατρού αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν. 32 Δεν ήρθα για να καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια.
Συνεπώς ο εγωιστής άνθρωπος δεν μπορεί να δει την ανάγκη του για τον Χριστό γιατί αγάπησε λάθος τον εαυτό του.
Βλέπει την φιλοδοξία του σαν κινητήρια δύναμη προς το καλύτερο, το κλέψιμο ως ένα μέσω επιβίωσης σε ένα κόσμο που αν δεν κλέψεις δεν πας πουθενά ( η γνωστή φράση « με τον σταυρό στο χέρι δεν προχωράς»), την φιλαργυρία σαν καλή διαχείριση των χρημάτων κ.ο.κ.
Μάλιστα στην κοινωνία που ζούμε βλέπουμε ότι ο ανθρώπινος εγωισμός έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό που για να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα τους αλλάζουμε ονόματα (π.χ. την πορνεία την αποκαλούμε προγαμιαία σχέση και την μοιχεία εξωσυζυγική σχέση) με σκοπό να τα ωραιοποιήσουμε.
Στο κατά λουκα ευαγγελιο 18 ο Ιησούς αναφέρεται σ’ αυτούς που έχουν το θάρρος στον εαυτό τους λέγοντας: 9 Είπε δε και σε μερικούς, που είχαν το θάρρος στον εαυτό τους ότι είναι δίκαιοι, και καταφρονούσαν τούς υπόλοιπους, τούτη την παραβολή: 10 Δύο άνθρωποι ανέβηκαν στο ιερό για να προσευχηθούν· ο ένας ήταν Φαρισαίος και ο άλλος τελώνης. 11 Ο Φαρισαίος, καθώς στάθηκε, προσευχόταν από μέσα του τα εξής: 28 Σε ευχαριστώ, Θεέ, ότι δεν είμαι όπως και οι λοιποί άνθρωποι, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί ή και όπως αυτός ο τελώνης. 12 Νηστεύω δύο φορές την εβδομάδα, αποδεκατίζω όλα όσα έχω. 13 Και ο τελώνης, που στεκόταν από μακριά δεν ήθελε ούτε τα μάτια του να υψώσει στον ουρανό, αλλά χτυπούσε στο στήθος του, λέγοντας: Θεέ [μου], σκέπασε με έλεος εμένα τον αμαρτωλό.( κυριε ιησου χριστε ελεησον με τον αμαρτωλο) 14 Σας λέω: Αυτός κατέβηκε στο σπίτι του δικαιωμένος, παρά εκείνος· επειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και εκείνος που ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί.
Αυτός που έχει το θάρρος στον εαυτό του (εγωιστής) νομίζει πως έχει κερδίσει την εύνοια και την αγάπη του Θεού επειδή το αξίζει ενώ ο αμαρτωλός τελώνης επικαλείται το έλεος και την χάρη του Θεού για να βρει την δικαίωση.
Ο πρώτος εστιάζει στον εαυτό του ενώ ο δεύτερος στην καλοσύνη του Θεού.
Όπως θα ήταν αναμενόμενο ο εγωιστής άνθρωπος δεν μπορεί να βρει ικανοποίηση και ευτυχία στον εαυτό του αφού ζει ένα ψέμα. Ζητάει να κερδίσει δόξα και τιμή από τους γύρω του σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του ότι αξίζει. Αυτό μπορεί να γίνει όλος παράδοξος ακόμα και μέσα από καλές πράξεις.
Μας προειδοποιεί λοιπόν ο Ιησούς στο κατά ματθαιον ευαγγελιον 6:2 Όταν, λοιπόν, κάνεις ελεημοσύνη, μη σαλπίσεις μπροστά στους ανθρώπους, όπως κάνουν οι υποκριτές στις συναγωγές και στους δρόμους, για να δοξαστούν από τους ανθρώπους· σας διαβεβαιώνω, έχουν ήδη τον μισθό τους. 
 Ο εγωιστής άνθρωπος προσπαθεί να κτίσει το δικό του βασίλειο κάτω στην γη αφού γι’ αυτόν επίκεντρο όλων είναι ο εαυτός του.
Γίνομαι λοιπόν εγωιστής όταν : Κατακρινω τους γύρω μου γιατί έτσι φαντάζω πιο σημαντικός, αδιαφορω για τις ανάγκες των άλλων, ζητάω πάντα τις πρωτιες, αποκτώ υπερευαισθησια για ότι αφορά το πρόσωπο μου και όλη η ζωή μου είναι ο εαυτός μου.

Κλείνοντας αυτή την σύντομη μελέτη διαβάστε ποιό κάτω το υπέροχο παραμύθι « ο εγωιστης γιγαντας» του συγγραφέα όσκαρ γουαιλντ.
Η καρδιά κάθε εγωιστή γίγαντα λυγίζει μπροστά στο μεγαλείο της αγάπης του Χριστού. Η δύναμη που ζέστανε την παγωμένη από εγωισμό καρδιά του γίγαντα είναι διαθέσιμη στον καθ’ ένα μας σήμερα.
Το φιλί της αγάπης του Ιησού σπάει τον τοίχο του εγωισμού και μας ελευθερώνει για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τον πλησίον μας.
Οι πληγές της αγάπης του αγγίζουν την καρδιά μας που γεμίζει από την αγάπη του. Δεν είναι δυνατό όμως η καρδιά μας να χωρέσει τόσο πολύ αγάπη και έτσι αυτή ξεχειλίζει στους γύρω μας καθώς η ελπίδα του ουρανού περιμένει μπροστά μας.

Ο  εγωιστής γίγαντας
Ο εγωιστής γίγαντας – Όσκαρ Γουάιλντ

Κάθε απόγευμα, γυρίζοντας από το σχολείο, τα παιδιά πήγαιναν να παίξουν στον κήπο του γίγαντα. Ήταν ένας μεγάλος, πανέμορφος κήπος με απαλό πράσινο γρασίδι. Εδώ κι εκεί στο χορτάρι ορθώνονταν ωραία λουλούδια σαν αστέρια, υπήρχαν δώδεκα ροδακινιές που την γέμιζαν ρόδινα μαργαριταρένια ανθάκια, το φθινόπωρο βάραιναν από τους πλουσιους καρπούς. Τα πουλιά κάθονταν στα δέντρα τραγουδούσαν τόσο γλυκά, που τα παιδιά σταματούσαν τα παιχνίδια τους για να τ' ακούσουν. «Τι ευτυχισμένα που είμαστε εδώ!» φώναζαν το ένα στ' άλλο.
Μια μέρα, ο γίγαντας γύρισε. Είχε πάει να επισκεφτεί το φίλο του, το δράκο της Κορνουάλλης, είχε μείνει μαζί του εφτά χρόνια. 'Όταν τέλειωσαν τα εφτά χρόνια, είχε πει όλα όσα ήθελε να πει, μια και τα ενδιαφέροντα του ήταν περιορισμένα, και αποφάσισε να γυρίσει στο κάστρο του. Όταν έφτασε, είδε τα παιδιά να παίζουν στον κήπο. «Τι κάνετε εδώ;» φώναξε με πολύ άγρια φωνή, και τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας. «Ο κήπος μου είναι δικός μου» είπε ο γίγαντας «δεν είναι δύσκολο να το καταλάβει κανείς αυτό, και δε θα επιτρέψω να παίζει κανείς εδώ μέσα εκτός από μένα». Έχτισε λοιπόν μια ψηλή μάντρα ολόγυρα κι έστησε μια ταμπέλα. ΟΙ ΠΑΡΑΒΑΤΕΣ ΘΑ ΔΙΩΚΟΝΤΑΙ. Ήταν ένας γίγαντας πολύ εγωιστής. Τα καημένα τα παιδιά τώρα δεν είχαν πουθενά να παίξουν. Προσπάθησαν να παίξουν στο δρόμο, αλλά ο δρόμος ήταν γεμάτος σκόνη και κοφτερές πέτρες, και δεν τους άρεσε. Περιτριγύριζαν την ψηλή μάντρα όταν τέλειωναν τα μαθήματα τους και μιλούσαν για τον όμορφο κήπο πίσω της. «Τι ευτυχισμένα που ήμασταν εκεί!» έλεγαν το ένα στ' άλλο.
Ύστερα ήρθε η άνοιξη κι ολόκληρη η χώρα γέμισε μπουμπούκια και μικρά πουλιά. Μόνο στον κήπο του εγωιστή γίγαντα ήταν ακόμη χειμώνας. Τα πουλιά δεν είχαν όρεξη να τραγουδήσουν εκεί μέσα, γιατί δεν υπήρχαν καθόλου παιδιά, και τα δέντρα ξέχασαν να βγάλουν μπουμπούκια. Μια μέρα, ένα όμορφο λουλούδι πρόβαλε το κεφάλι του απ' το χορτάρι, μα μόλις είδε την ταμπέλα, λυπήθηκε τόσο πολύ για τα παιδιά, που τρύπωσε πάλι στο χώμα κι αποκοιμήθηκε. Οι μόνοι που χάρηκαν ήταν το χιόνι κι η παγωνιά. «Η άνοιξη τον ξέχασε αυτό τον κήπο» αναφώνησαν, «θα ζήσουμε λοιπόν εδώ όλο το χρόνο». Το χιόνι σκέπασε το χορτάρι με το φαρδύ λευκό μανδύα του, και η παγωνιά έβαψε όλα τα δέντρα ασημένια. Έπειτα κάλεσαν το βοριά να μείνει μαζί τους κι εκείνος ήρθε. Ήταν τυλιγμένος με γούνες κι όλη τη μέρα βρυχιόταν στον κήπο και γκρέμιζε τις καμινάδες. «Θαυμάσιο μέρος» είπε, «πρέπει να καλέσουμε και το χαλάζι». Ήρθε λοιπόν και το χαλάζι. Τρεις ώρες κάθε μέρα σφυροκοπούσε τη στέγη του κάστρου κι έσπασε τις περισσότερες πλάκες, κι ύστερα έτρεχε γύρω γύρω στον κήπο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ήταν ντυμένο στα γκρίζα, κι η ανάσα του ήταν πάγος. «Δεν καταλαβαίνω γιατί καθυστερεί τόσο πολύ η άνοιξη» έλεγε ο εγωιστής γίγαντας, καθισμένος στο παράθυρο και κοιτάζοντας τον παγωμένο κατάλευκο κήπο του-«ελπίζω ν' αλλάξει ο καιρός». Η άνοιξη όμως δεν ήρθε ποτέ, ούτε το καλοκαίρι. Το φθινόπωρο έφερε χρυσούς καρπούς σ' όλους τους κήπους, αλλά στον κήπο του γίγαντα δεν έδωσε κανέναν. «Είναι υπερβολικά εγωιστής» είπε. Κι έτσι, βασίλευε πάντα ο χειμώνας, κι ο βοριάς και το χαλάζι κι η παγωνιά και το χιόνι χόρευαν ανάμεσα στα δέντρα.
Ένα πρωί, ο γίγαντας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του όταν άκουσε μια πολύ όμορφη μουσική. Ηχούσε τόσο γλυκιά στ' αυτιά του, που νόμιζε ότι περνούσαν από κει οι μουσικοί του βασιλιά. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά μια μικρή καρδερίνα που τραγουδούσε έξω απ' το παράθυρο του, αλλά είχε τόσο καιρό ν' ακούσει πουλί να κελαηδάει στον κήπο του, που του φάνηκε η πιο όμορφη μουσική στον κόσμο. Έπειτα το χαλάζι σταμάτησε να χορεύει πάνω από το κεφάλι του, ο βοριάς έπαψε να βρυχιέται κι ένα εξαίσιο άρωμα έφτασε από τ' ανοιχτό τζάμι. «Μου φαίνεται πως ήρθε επιτέλους η άνοιξη» είπε ο γίγαντας και πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και κοίταξε έξω. Τι είδε; Είδε ένα υπέροχο θέαμα. Από ένα μικρό άνοιγμα στη μάντρα τα παιδιά είχαν τρυπώσει στον κήπο κι ήταν σκαρφαλωμένα στα κλαδιά των δέντρων. Σε κάθε δέντρο που έβλεπε ήταν κι ένα παιδάκι. Και τα δέντρα χαίρονταν τόσο πολύ που ξανάβλεπαν τα παιδιά, που είχαν σκεπαστεί με μπουμπούκια και ανέμιζαν απαλά τα μπράτσα τους πάνω από τα κεφάλια των παιδιών. Τα πουλιά πετούσαν ολόγυρα τιτιβίζοντας ξετρελαμένα, και τα λουλούδια σήκωναν το κεφάλι τους απ' το πράσινο χορτάρι και γελούσαν. Ήταν μια πανέμορφη σκηνή, και μόνο σε μια γωνιά ήταν ακόμη χειμώνας. Ήταν η πιο μακρινή γωνιά του κήπου, κι εκεί στεκόταν ένα αγοράκι. Ήταν τόσο μικροκαμωμένο, που δεν μπορούσε να φτάσει τα κλαδιά του δέντρου κι έκανε κύκλους γύρω του κλαίγοντας πικραμένο. Το καημένο το δέντρο ήταν ακόμη σκεπασμένο με χιόνι και πάγο, κι ο βοριάς φύσαγε και βρυχιόταν από πάνω του. «Ανέβα, αγοράκι!» έλεγε το δέντρο, και λύγιζε τα κλαδιά του όσο πιο χαμηλά μπορούσε-αλλά το αγόρι ήταν υπερβολικά μικροκαμωμένο.
Κι η καρδιά του γίγαντα έλιωσε καθώς κοίταξε έξω. «Τι εγωιστής που ήμουν!» είπε- «τώρα καταλαβαίνω γιατί δεν ερχόταν εδώ η άνοιξη. Θ' ανεβάσω το αγοράκι στο δέντρο κι έπειτα θα γκρεμίσω τη μάντρα, κι ο κήπος μου θα μείνει για πάντα παιχνιδότοπος για τα παιδιά». Μετάνιωνε στ' αλήθεια πολύ γι' αυτό που είχε κάνει.
Κατέβηκε λοιπόν τη σκάλα, άνοιξε αθόρυβα την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Μα μόλις τον είδαν τα παιδιά, τρόμαξαν όλα τόσο πολύ, που το 'βαλαν στα πόδια, και στον κήπο ξανάγινε χειμώνας. Μόνο το αγοράκι δεν έτρεξε να φύγει, γιατί το τύφλωναν τα δάκρυα και δεν είδε το γίγαντα να έρχεται. Κι ο γίγαντας το πλησίασε κλεφτά από πίσω, το πήρε απαλά στο χέρι του και το απόθεσε πάνω στο δέντρο. Και το δέντρο αμέσως μπουμπούκιασε, και τα πουλιά ήρθαν και τραγούδησαν πάνω στα κλαδιά του, και το αγοράκι άπλωσε τα δυο του χέρια, τα τύλιξε γύρω απ' το λαιμό του γίγαντα και τον φίλησε. Τ' άλλα παιδιά, όταν είδαν ότι ο γίγαντας δεν ήταν πια κακός, γύρισαν τρέχοντας πίσω και μαζί τους ήρθε κι η άνοιξη. «Είναι δικός σας ο κήπος τώρα, παιδάκια» είπε ο γίγαντας, και πήρε ένα μεγάλο τσεκούρι και γκρέμισε τη μάντρα. Και την ώρα που οι άνθρωποι πήγαιναν για ψώνια, στις δώδεκα, βρήκαν το γίγαντα να παίζει με τα παιδάκια στον πιο όμορφο κήπο που είχαν δει ποτέ. Όλη μέρα έπαιζαν, και το απόγευμα πήγαν στο γίγαντα να τον αποχαιρετήσουν. «Μα πού είναι ο μικρός σας σύντροφος;» είπε, «το αγόρι που έβαλα πάνω στο δέντρο». Ο γίγαντας το αγαπούσε περισσότερο απ' όλα, γιατί τον είχε φιλήσει. «Δεν ξέρουμε» απάντησαν τα παιδιά- «έφυγε». «Πρέπει να του πείτε να έρθει οπωσδήποτε αύριο» είπε ο γίγαντας. Αλλά τα παιδιά είπαν ότι δεν ήξεραν πού έμενε, δεν το είχαν ξαναδεί ποτέ πριν κι ο γίγαντας ένιωσε μεγάλη θλίψη. Κάθε απόγευμα, όταν τέλειωνε το σχολείο, τα παιδιά έρχονταν κι έπαιζαν με το γίγαντα. Μα το αγοράκι που αγαπούσε ο γίγαντας δεν ξαναφάνηκε ποτέ. Ο γίγαντας ήταν πολύ καλός με όλα τα παιδιά, ωστόσο λαχταρούσε να δει τον πρώτο μικρό του φίλο και μιλούσε συχνά γι' αυτόν. «Πόσο θα 'θελα να τον δω!» έλεγε. Πέρασαν χρόνια, κι ο γίγαντας γέρασε κι έχασε τις δυνάμεις του. Δεν μπορούσε πια να παίζει, καθόταν λοιπόν σε μια πελώρια πολυθρόνα και κοιτούσε τα παιδιά και θαύμαζε τον κήπο του. «Έχω πολλά όμορφα λουλούδια» έλεγε• «μα τα παιδιά είναι τα πιο όμορφα απ' όλα τα λουλούδια». Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, καθώς ντυνόταν, κοίταξε έξω απ' το παράθυρο του. Δε μισούσε πια το χειμώνα, γιατί ήξερε ότι ήταν απλώς η άνοιξη κοιμισμένη και τα λουλούδια ξεκουράζονταν. Ξαφνικά, έτριψε με απορία τα μάτια του και κοιτούσε και δε χόρταινε. Ήταν στ' αλήθεια ένα υπέροχο θέαμα. Στην πιο μακρινή γωνιά του κήπου έβλεπε ένα δέντρο σκεπασμένο ολόκληρο με όμορφα άσπρα μπουμπούκια. Τα κλαδιά του ήταν χρυσά, και ασημένιοι καρποί κρέμονταν απ' αυτά, και στη ρίζα του στεκόταν το αγοράκι που είχε αγαπήσει. Γεμάτος χαρά κατέβηκε τρέχοντας ο γίγαντας και βγήκε στον κήπο. Διέσχισε βιαστικά την πρασιά και πλησίασε το παιδί. Κι όταν το έφτασε, το πρόσωπο του κοκκίνισε από την οργή και είπε «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» Γιατί στις παλάμες των χεριών του παιδιού υπήρχαν τα σημάδια από δυο καρφιά, και σημάδια από δυο καρφιά είχαν και τα ποδαράκια του. «Ποιος τόλμησε να σε πληγώσει;» φώναξε ο γίγαντας «πες μου, για να πάρω το μεγάλο σπαθί μου και να τον σκοτώσω». «Όχι!» απάντησε το παιδί- «γιατί αυτές είναι οι πληγές της αγάπης». «Ποιος είσαι;» ρώτησε ο γίγαντας, και τον πλημμύρισε ένα αλλόκοτο δέος και γονάτισε μπροστά στο παιδάκι. Και το παιδάκι χαμογέλασε στο γίγαντα και του είπε: «Με άφησες κάποτε να παίξω στον κήπο σου, απόψε θα 'ρθεις μαζί μου στο δικό μου κήπο, που είναι ο παράδεισος». Κι όταν τα παιδάκια έτρεξαν στον κήπο εκείνο το απόγευμα, βρήκαν το γίγαντα νεκρό κάτω απ' το δέντρο, σκεπασμένον ολόκληρο με κατάλευκα μπουμπούκια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Πήγαινε!

Eπέστρεψε στο Χριστό

Φυλαχτείτε από ένα σοβαρό σύνδρομο....

Που είναι οι άνδρες?

Τρέξε για τη ζωή σου!

Ξύπνα εκκλησία!

Προσευχηθείτε για τη δύναμη του Θεού

Υπάρχει Ένας Άλλος Κόσμος

Zώντας την αγάπη