Ο Μπρέινερντ λαχταρούσε να ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ , όπως ο Ηλίας, ένας άνθρωπος ζέων και δυνατός στην προσευχή.
Η ψυχή του «αγγιζόταν τόσο πολύ», καθώς διάβαζε την ιστορία του Ηλία του προφήτη, που με το να εναποθέσει τη ζωή του πάνω στον Θεό με προσευχή, άντεξε σε όλες τις δοκιμασίες του και μπόρεσε να νικήσει του ιερείς του Βάαλ πάνω στο όρος Κάρμηλο, να καλέσει ένα μεγάλο πλήθος για μετάνοια και να φέρει βροχή πάνω στην διψασμένη γη.
Πάνω σ' αυτό ο Μπρέινερντ λέει: «Η ψυχή μου αναπνέει για τον Θεό και Τον παρακαλεί η διπλή μερίδα πνεύματος που είχε δοθεί στον Ηλία, να αναπαυθεί πάνω μου.»
Συνήθως αφιέρωνε μερικές ώρες τη μέρα στην προσευχή και τακτικά έδινε ολόκληρη τη μέρα του σ' αυτό τον σκοπό.
Στις 14 Ιουνίου 1742 γράφει: «Ξεχωρίζω αυτή τη μέρα για κρυφή νηστεία και προσευχή.
Τη νύχτα ο Κύριος με επισκέφτηκε θαυμαστά.
Πάλευα για τη συγκομιδή των ψυχών. Είχα τέτοια αγωνία που ενώ ήταν μισή ώρα πριν ανατείλει ο ήλιος ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. Ω, ο αγαπημένος μου Σωτήρας μούσκεψε με αίμα για τις φτωχές ψυχές. Πήγα στο κρεβάτι με την καρδιά μου να εναποτίθεται ολοκληρωτικά στον Θεό.»
Ο Μπρέινερντ ανακάλυψε την πραγματικότητα της προσευχής: «Ο Κύριος με επισκέφτηκε θαυμαστά.»
Ο Μπρέινερντ βίωσε την αγωνία της προσευχής: «Πάλευα για τις ψυχές. με αγωνία.»
Ο Μπρέινερντ έβλεπε το μέσο της προσευχής ως «οι θησαυροί της θείας χάρης που ανοίχτηκαν σε μένα.»
Ο Μπρέινερντ έμαθε τη δύναμη της προσευχής που μεταμορφώνει: «Η καρδιά μου εναποτίθεται πλήρως πάνω στον Θεό.»
Στις 21 Ιουλίου 1744 μαθαίνοντας ότι οι Ινδιάνοι σχεδίαζαν να κάνουν μια ειδωλολατρική γιορτή και χορό την επόμενη μέρα, αφιέρωσε μία μέρα και μία νύχτα στην προσευχή. Γράφει: «Σήμερα το πρωί γύρω στις εννέα, αποσύρθηκα στο δάσος για προσευχή. Βρισκόμουν σε τέτοια οδύνη που όταν σηκώθηκα από τα γόνατα, ένιωσα εντελώς αδύναμος κι εξαντλημένος κι ο ιδρώτας έτρεχε από το πρόσωπο και το σώμα μου. Δεν με ένοιαζε πού ή πώς ζούσα ή τι δυσκολίες περνούσα για να κερδίσω ψυχές για τον Χριστό. Συνέχισα στο ίδιο πλαίσιο όλο το βράδυ και τη νύχτα. »
Έτσι ενδυναμωμένος πήγε να συναντήσει τους Ινδιάνους το επόμενο πρωί, πεπεισμένος ότι ο Θεός ήταν μαζί του σ' αυτόν τον αγώνα, όπως ήταν με τον Ηλία πάνω στο όρος Κάρμηλο, και ω του θαύματος! Αντί να του πάρουν το κρανίο, όταν τους φώναξε να σταματήσουν τον χορό τους, πραγματικά σταμάτησαν και άκουσαν τον ιεραπόστολο να κηρύττει και το πρωί και το απόγευμα.
Δυνατός από την προσευχή και την επίγνωση της θείας συναναστροφής, ο Μπρέινερντ έσερνε το βασανισμένο κορμί του μέσα στα δάση από χωριό σε χωριό κηρύττοντας με τέτοια τρυφερότητα και έλεγχο για την αμαρτία που σκληροτράχηλοι Ινδιάνοι συχνά έλιωναν μέχρι δακρύων.
Ο Μπρέινερντ λαχταρούσε να ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ . Η ζωή του όπως του Αβραάμ χαρακτηριζόταν από την άγια ευσέβεια εκείνου που οδοιπορεί μέχρι την αιωνιότητα.
Η ψυχή μου επιθυμεί να νιώσει περισσότερο ως ξένος και παρεπίδημος εδώ κάτω και τίποτα να μη με στρέψει από αυτή τη συνεχή ώθηση μέσα στη μοναχική έρημο μέχρι να φτάσω στο σπίτι του Πατέρα μου.»
Οδοιπορώντας μ' αυτό τον τρόπο, ήταν γεμάτος από τους πιο έντονους πόθους για αγιασμό και αφιέρωση.
«Ευλογημένε Ιησού», προσευχόταν, «ας είμαι καθημερινά όλο και πιο προσαρμοσμένος σε Σε.
Το μόνο που θέλω είναι να είμαι πιο άγιος, περισσότερο σαν τον αγαπημένο μου Κύριο. ώστε να είμαι έτοιμος για ευλογημένες απολαύσεις και υπηρεσίες του ουράνιου κόσμου.» Ως «παρεπίδημος εδώ κάτω», ο Μπρέινερντ ζωντάνευε με έναν τριπλό πόθο: να σταυρώσει τις επιθυμίες αυτού του κόσμου, να συμμορφώνεται καθημερινά με τους άγιους σκοπούς του Χριστού, να είναι έτοιμος για τις απολαύσεις και τις υπηρεσίες του ουρανού!
Ο Μπρέινερντ τακτικά ένιωθε λυπημένος έως εδάφους λόγω της αμαρτωλότητας και της πνευματικής του νέκρωσης.
«Τι αχρείο ράκος είμαι!», αναφωνεί.
«Ω να μπορούσα να παραδώσω τον εαυτό μου στον Θεό, έτσι ώστε ποτέ πια να μην είμαι του εαυτού μου ή να έχω δικό μου θέλω ή πάθη που να μην είναι τελείως συμμορφωμένα μ' Εκείνον!
Αλλά ουαί, ουαί! Βλέπω ότι δεν μπορώ να είμαι τόσο ολοκληρωτικά αφιερωμένος στον Θεό.»
Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν ποτέ εκθέσει τα ενδόμυχα της ψυχής τους όπως έκανε ο Μπρέινερντ, κι ακόμα πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είχε ιδέα ότι κάποιο άλλο μάτι πέρα από το δικό του θα έβλεπε ποτέ αυτά τα προσωπικά γραπτά του.
Αν άγιος είναι εκείνος που ζει την κάθε στιγμή με όραση για την αιωνιότητα, κανένας αγιότερος δεν έχει ζήσει ποτέ από τον Ντέιβιντ Μπρέινερντ. «Αγαπώ να ζω», είπε, «στην παρυφή της αιωνιότητας».
Ο Μπρέινερντ λαχταρούσε να ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ , ζώντας όπως ο Παύλος, να κηρύττει τον Χριστό και να συμμερίζεται τα παθήματά Του για τη σωτηρία των ψυχών.
Το Ημερολόγιό Του περιέχει αυτή τη σημείωση: 6 Ιουλίου 1744: «Ποθώ και αγαπώ να είμαι οδοιπόρος και χρειάζομαι χάρη για να μιμηθώ τη ζωή, το έργο και τα παθήματα του Παύλου ανάμεσα στους εθνικούς.»
Αυτός και ο Παύλος είχαν το ίδιο πνεύμα.
Γοητεύονταν κι έπαιρναν ζωή από ένα μεγάλο σκοπό - τη σωτηρία των χαμένων ψυχών και πίστευαν ότι αυτός ο στόχος θα επιτυγχανόταν καλύτερα κηρύττοντας το Ευαγγέλιο του Χριστού και ζώντας μια ζωή αυταπάρνησης και θυσίας.
Σχεδόν κάθε σελίδα του ημερολογίου του Μπρέινερντ μιλάει για το πώς «υπέμενε τις κακουχίες σαν καλός στρατιώτης του Ιησού Χριστού.» Τα παθήματά του, που είχαν προκληθεί από την ασθενική κατάσταση της υγείας του, είχαν πολλαπλασιαστεί από τις κακουχίες της ζωής του ανάμεσα στους Ινδιάνους και τα κοπιαστικά ταξίδια του μέσα στους αγριότοπους. Όσον αφορά την πρώτη νύχτα ανάμεσα στους Ινδιάνους έκανε την εξής σημείωση: «Ανέβηκα στο Kaunaumeek κι εκεί κοιμήθηκα πάνω σε ένα μικρό σωρό από άχυρο.»
Συχνά ήταν εξαντλημένος από την έλλειψη της κατάλληλης τροφής, εκτεθειμένος στο κρύο και την πείνα, χαμένος μέσα στα δάση, έρμαιο σε καταιγίδες χωρίς να μπορεί να έχει κάποιο καταφύγιο, υποχρεωμένος να διασχίζει χείμαρρους και να περνά τη νύχτα του στο δάσος με τον κίνδυνο τον άγριων θηρίων και των άγριων ιθαγενών.
Πάνω σε ένα τέτοιο περιστατικό αναφέρει: «Γύρω στις έξι το απόγευμα έχασα τον δρόμο μου μέσα στις ερημιές και περιπλανιόμουν πάνω στους βράχους και στα βουνά, μέσα από βάλτους και τα πιο τρομακτικά μέρη.
Το κρύο με περόνιαζε κι είχα εξαντληθεί από ένα έντονο πόνο στο κεφάλι μου και το στομάχι, τόσο που έβγαζα αίμα.
Ο Θεός όμως με φύλαξε και, δόξα να 'χει το όνομά Του, τέτοιες καταπονήσεις και κακουχίες όπως αυτές φαίνεται να με αποκόπτουν περισσότερο από τη γη κι εμπιστεύομαι ότι θα κάνουν τον ουρανό γλυκύτερο.» Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ένας άγιος που είχε μονάσει. Ήταν ένας απόστολος που εργαζόταν και στην πορεία δοξάστηκε μέσα στη θλίψη.
Η υγεία του Μπρέινερντ εξασθενούσε γρήγορα και του πέρασε η σκέψη να παρατήσει τα ιεραποστολικά ταξίδια του και να εγκατασταθεί είτε ανάμεσα σε Χριστιανούς Ινδιάνους είτε σε μία
Αυτή η προοπτική ενισχυόταν σε άπειρο βαθμό κι από τα όνειρα που έκανε για οικογενειακή θαλπωρή, καθώς συνδεόταν με δεσμούς αγάπης με την κόρη του Jonathan Edwards , την Jerusha .
Καταλάβαινε όμως ότι του έμενε ένα ή δύο χρόνια ακόμα ζωής κι αποφάσισε με πολλή μάχη στην ψυχή του ότι θα έπρεπε να «καεί μέχρι τέλους» στο ίδιο ιεραποστολικό του έργο.
Πέφτοντας στα γόνατα μετά από αυτή την απόφασή του, φώναξε: «Αντίο φίλοι και γήινες απολαύσεις.
Αντίο σε σας αγαπημένοι μου, σε σας που είστε οι πιο αγαπημένοι μου απ' όλους. Θα αφιερώσω τη ζωή μου μέχρι τα τελευταία μου λεπτά μέσα σε σπηλιές και στις φωλιές των ζώων αυτής της γης, αν είναι η βασιλεία του Θεού να προοδεύσει μέσα απ' αυτό.»
Ο Μπρέινερντ, όπως κι ο Παύλος δόξασε τον σταυρό κι αποφάσισε να μην κηρύττει τίποτα άλλο εκτός από τον «Ιησού Χριστό και Τούτον εσταυρωμένον.»
Έκανε τον Χριστό το κέντρο και τον σκοπό κάθε μηνύματός του.
«Αν πραγματευόμουν την ύπαρξη και την ένδοξη τελειότητα του Θεού», έγραφε, «φυσικά από εκεί θα μιλούσα για τον Χριστό ως τη μόνη οδό προς τον Πατέρα.
Αν προσπαθούσα να ανοίξω θέμα για την αχρεία μιζέρια της πεσμένης φύσης μας, ήταν φυσιολογικό από εκεί να δείξω την αναγκαιότητα να μας αναλάβει ο Χριστός, να συγχωρέσει τις αμαρτίες μας και να μας λυτρώσει από τη δύναμή τους.»
Αμέσως μόλις οι καρδιές των Ινδιάνων άλλαζαν, εγκατέλειπαν τις ειδωλολατρικές τους συνήθειες.
Έπειτα από ένα χρόνο έργου στο Kaunaumeek ο Μπρέινερντ έπεισε τους Ινδιάνους να μετακομίσουν στο Stockbridge , όπου ήρθαν στην διακονία του Jonathan Edwards . Στο εξής η διακονία του
Για κάμποσο χρονικό διάστημα ταλαιπωρήθηκε πολύ από τις ειδωλολατρικές πρακτικές των Ινδιάνων, από το σκοτάδι του νου τους και τη σκληρότητα της καρδιάς τους.
Συνέχιζε όμως να σπέρνει τους σπόρους του Ευαγγελίου και τους πότιζε με τα δάκρυά του, διότι πίστευε «στις υποσχέσεις του Θεού».
Συχνά αποσυρόταν βαθιά μέσα στο δάσος και η φυλλώδης ερημιά αντηχούσε από τις ικεσίες της οδύνης της καρδιάς του για χάρη των «φτωχών Ινδιάνων» του.
Οι υποσχέσεις! Οι σίγουρες υποσχέσεις του Θεού!
«Σπείρε μετά δακρύων. θέρισε με χαρά!»
«Επικαλέσου Με και θα σου απαντήσω!»
Ηχώ μέσα στη φυλλώδη ερημιά!
Ικεσίες της οδύνης της καρδιάς του!
Μετά από πολύ καιρό μία δυναμική αναζωπύρωση ξέσπασε στη Susquehanna και ο θεριστής με χαρά μάζευε τα χειρόβολα.
Μια μέρα καθώς κήρυττε τον Ησαΐα 53, «παρακολουθούσαν τον Λόγο με καταπληκτική δύναμη, πολλές δεκάδες σ' εκείνη τη μεγάλη σύναξη αγγίχτηκαν τόσο πολύ, που έγινε μεγάλος θρήνος ανάμεσά τους.» Ξαφνικά έπεσε ανάμεσα στον Ινδιάνικο πληθυσμό αυτής της περιοχής ένα αίσθημα ανησυχίας για την ψυχή τους.
Ήρθαν από κάθε κατεύθυνση, συνωστίστηκαν γύρω από τον ιεραπόστολο για να ακούσουν το μήνυμά του και πέφτοντας κάτω με λυγμούς και βαθείς αναστεναγμούς κάτω από τον έλεγχο της αμαρτίας τους. Μία συνεπαρμένη γυναίκα έπεσε κάτω κλαίγοντας: «Ελέησέ με, ω Κύριε!» Ένας ηλικιωμένος άντρας, που ήταν φονιάς, ένας μάγος κι ένας περιβόητος μπεκρής έκραξαν για έλεος μέσα από πολλά δάκρυα. Δεκάδες άλλαξαν ολοκληρωτικά κι έγιναν γνωστοί ως οι «Προσευχόμενοι Ινδιάνοι», γιατί, όπως και ο ιεραπόστολός τους αφιέρωναν πολύ ώρα σε επίμονη προσευχή για τη σωτηρία του λαού τους. Και ποιο ήταν το μήνυμα που έφερε τέτοια αξιοσημείωτα αποτελέσματα; Όταν ρωτούσαν έναν από τους άντρες: «Γιατί κλαις έτσι;», εκείνος απαντούσε: «Όταν σκέφτομαι πώς ο Χριστός σφάχτηκε σαν αρνί κι έχυσε το αίμα Του για τους αμαρτωλούς, δεν μπορώ να μην κλαίω.» Ήταν το μήνυμα του Ησαΐα 53! Κι όταν ο Μπρέινερντ κάλεσε όλους τους Χριστιανούς Ινδιάνους του να μαζευτούν για την πρώτη τους κοινωνία και τους μίλησε για τη μεγάλη θυσία που αντιπροσώπευαν τα ιερά σύμβολα, ολόκληρη η σύναξη λύθηκε μέσα στα δάκρυα.
Ήταν στον ύψιστο βαθμό ένας άνθρωπος δυνατός στην προσευχή. Ήταν συνήθειά του να αφιερώνει ολόκληρες νύχτες στα σκοτεινά δάση με ισχυρές κραυγές προς τον Θεό, παλεύοντας με τον Παντοδύναμο για τη σωτηρία πολύτιμων ψυχών. Κι ο Θεός δεν τον απογοήτευσε. Άφθονες εκχύσεις του Αγίου Πνεύματος ακολούθησαν τη διακονία του, παρά την υπερβολική αδυναμία, την αποθάρρυνση και την ασθένειά του.
Είναι μια ιστορία που πρέπει κάθε Χριστιανός εργάτης να διαβάσει. Αρκεί να πούμε ότι δεν είναι μόνο εκπληκτικό να διαβαστούν αυτές οι θαυματουργικές επεμβάσεις του Θεού για χάρη του Μπρέινερντ και η δυναμική διακονία και οι απίστευτες αναζωπυρώσεις που βίωσε ανάμεσα στους σκληρούς, ειδωλολάτρες Ινδιάνους μέσα σε λίγα μόνο χρόνια. Δεν μπορεί να λείψει από αυτή την αναφορά, σημειώσεις του Μπρέινερντ από υπερφυσικές σκηνές: «Έχω βαπτίσει μέχρι τώρα όλους-όλους 47 Ινδιάνους. 23 ενήλικες και 24 παιδιά. Μέσα από το πλούσιο έλεός Του κανένας από αυτούς μέχρι σήμερα δεν έχει φύγει και δεν έχει απαρνηθεί την ομολογία του Χριστιανισμού από καμιά σκανδαλώδη ή άπιστη συμπεριφορά.» (20/11/1743) Ποιος ποιμένας ή ευαγγελιστής διαβάζοντας αυτό, μπορεί να πει το ίδιο σήμερα;
Το ημερολόγιο του Μπρέινερντ είναι γεμάτο από διακονίες και θαύματα που μοιάζουν με εκείνα των Πράξεων των Αποστόλων. Μέσα στους αιώνες καθώς άνθρωποι το διάβασαν ελέγχθηκαν για την αμαρτία τους, άλλαξαν, ένιωσαν την πρόκληση, ένιωσαν το βάρος. Έγινε κάτι πνευματικό μέσα τους. Είχε σε πολλούς ένα μεταμορφωτικό αποτέλεσμα και κίνησε πολλούς να γίνουν ιεραπόστολοι, ευαγγελιστές, κήρυκες, άνθρωποι προσευχής και δύναμης με τον Θεό.
Η διακονία του στους Ινδιάνους ήταν σύγχρονη με του Τζον Ουέσλεϊ, του Ουάιτφιλντ και του Έντουαρντς, καθώς υπηρετούσαν όλοι αυτοί σε αγγλόφωνους λαούς κατά την περίοδο που έμεινε γνωστή στην Ιστορία ως η «Μεγάλη Αφύπνιση».
Η επιρροή του Μπρέινερντ μέσα στους αιώνες για αναζωπύρωση είναι θετική απόδειξη ότι ο Θεός μπορεί και θα χρησιμοποιήσει κάθε αγγείο, χωρίς να έχει σημασία πόσο εύθραυστο κι αδύναμο είναι, αρκεί μόνο να δοθεί ολοκληρωτικά στον Σωτήρα για τις ψυχές!
Μετά από πέντε χρόνια κοπιαστικών ταξιδιών, πολλαπλών κακουχιών και σχεδόν αδιάκοπου πόνου, ο ασθενικός φυματικός φτύνοντας αίμα και σχεδόν με παραληρηματικό πυρετό σκοντάφτει στο δρόμο του Νορθάμπτον για να πεθάνει αργότερα στο σπίτι του Τζόναθαν Έντουαρντς το 1747.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν απελπίζεται τη δύσκολη αυτή ώρα. Σκέφτεται πού πηγαίνει και η ψυχή του αγάλλεται από χαρά. Ο οδοιπόρος έχει τελειώσει την πορεία του και περιμένει πρόθυμα το άρμα που θα τον πάρει σπίτι. Όταν κάποιος μπαίνει στο δωμάτιο με μια Βίβλο, αναφωνεί: «Ω, αυτό το αγαπημένο Βιβλίο! Θα το δω σύντομα ανοικτό! Τα μυστήρια που βρίσκονται μέσα σ' αυτό θα αποκαλυφθούν!»
Καθώς οι σωματικές του δυνάμεις τον εγκαταλείπουν, η πνευματική του αντίληψη αυξάνεται. «Φτιάχτηκα για την αιωνιότητα», ψιθυρίζει. «Πόσο ποθώ να είμαι με τον Θεό και να προσκυνήσω στην παρουσία Του.» Το φως ενός άλλου κόσμου είναι μέσα στα μάτια του καθώς μουρμουρίζει: «Ω να δει ο Λυτρωτής τις ωδίνες της ψυχής του γιου του και να ευαρεστηθεί. Ω έλα, Κύριε Ιησού! Έλα γρήγορα!» (9/10/1747) Και με αυτή την παράκληση στα χείλη του χαιρετά τον Θάνατο σαν ένα φίλο που περίμενε καιρό, που θα τον μεταφέρει σε μια στιγμή στην παρουσία του Βασιλιά! Βίωσε την ανείπωτη χαρά, την οποία έβλεπε σε όραση και χαροποιούσε τη μοναχική και ηρωική πορεία του που λέει: «απών από το σώμα, παρών με τον Κύριο.»
Σε μια ερώτηση που έγινε στον Τζων Ουέσλεϊ: «Τι πρέπει να γίνει για να αναζωπυρωθεί το έργο του Θεού, εκεί όπου φθίνει;», εκείνος απάντησε: «Κάθε κήρυκας ας διαβάσει προσεκτικά τη ζωή του Ντέιβιντ Μπρέινερντ.»
Ένας από τους πολλούς που ακολούθησαν τη συμβουλή του Ουέσλεϊ ήταν ο William Carey και ο Θεός χρησιμοποίησε την ιστορία της ζωής του Μπρέινερντ για να ανοίξει τα μάτια του Κάρεϋ να δει την ανάγκη όλων των φυλών παντού και να βάλει φωτιά στην καρδιά του με πάθος για να σπεύσει να μεταδώσει το Ευαγγέλιο στα «έσχατα της οικουμένης».
Ήταν κυρίως η ανάγνωση της ιστορίας του
ηρωικού ιεραποστολικού έργου του Μπρέινερντ που ώθησε τον Henry Martyn σαν μια δέσμη φωτιάς μέσα στο σκοτάδι της Ινδίας και της Περσίας κι έκανε τον Robert McCheyne να γίνει ο απόστολος των Ιουδαίων.
Ίσως κάποιοι νέοι με διακαή πόθο στην καρδιά τους διαβάζοντας αυτή την αναφορά νιώσουν την ανάγκη να «καταναλωθούν για τον Θεό» σε κάποια ξένη χώρα που έχει ανάγκη. Μπορεί πολλοί άλλοι να σειστούν μέσα στην πορεία της ζωής τους και να νιώσουν την ανάγκη να ζήσουν μια ζωή ένθερμης προσευχής, αγνής ευσέβειας και άγιου πόθου για τις ψυχές. Και ίσως άλλες ψυχές χωρίς τον Χριστό να λιώσουν μέσα στη μετάνοια και την πίστη που σώζει καθώς διαβάζουν τη θαυμαστή αγάπη του Θεού που αποκάλυψε μέσα από τον αγαπητό Του Γιο.
Σ΄ ολόκληρο το ημερολόγιό του αποκαλύπτει τη φλογερή και συχνά επαναλαμβανόμενη λαχτάρα του «να καταναλωθεί» για τον Κύριό Του και «να φλέγεται για τον Θεό». «Είναι θερμή μου λαχτάρα», έγραφε, «να γίνω μια φλόγα φωτιάς που να καίει συνεχώς μέσα στη θεία υπηρεσία μέχρι την ύστατη στιγμή της ζωής μου.»
Η φλόγα που έκαιγε τόσο έντονα κι έλαμπε τόσο ζεστά φαίνεται πως είχε σβήσει. Μα έτσι φαινόταν μόνο. Γι' αυτούς που είναι «εν Χριστώ» δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχουν νεκροί. Το γεγονός που ονομάζουμε θάνατο, δεν σβήνει, αντίθετα εντείνει τη ζωτική φλόγα της ζωής και της υπηρεσίας. «Δεν είναι νεκρός.» Το γλυκό και αφιερωμένο πνεύμα του Ντέιβιντ Μπρέινερντ «συνεχώς λάμπει μέσα στη θεία υπηρεσία και κατά κάποιο τρόπο πέρα από κάθε προσδοκία του , ΦΛΕΓΕΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ .»
e-jesus πηγη
ΤΙ ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ <<ΠΙΣΤΟΙ>>ΑΚΟΛΟΥΘΟΙ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ?...............................................
Είναι ένα ερώτημα, αλλά υπάρχει η απάντηση, μέσα μας όλοι γνωρίζουμε...
Ας ζητήσουμε έλεος απο Τον Κύριο!
Αν
έχεις απορίες ή οτιδήποτε άλλο θέλεις να μάθεις και αν ακόμα θέλεις να
έρθεις να ακούσεις ένα κήρυγμα μέσα από την Αγία Γραφή,
επικοινώνησε μαζί μας στο τηλ. 6949750957 η με email κάνοντας κλικ στην παρακάτω εικόνα.
Ο Κύριος Ιησούς να σας ευλογεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου