Σε μια ερώτηση που έγινε στον Τζων Ουέσλεϊ:
«Τι πρέπει να γίνει για να αναζωπυρωθεί το έργο του Θεού, εκεί όπου φθίνει;», εκείνος απάντησε:
«Κάθε κήρυκας ας διαβάσει προσεκτικά τη ζωή του Ντέιβιντ Μπρέινερντ.»
Ένας ασθενικός νεαρός άντρας με θλιμμένα, λαμπερά μάτια και πρόσωπο τόσο άσπρο που φαίνεται πιο χλωμός κι απ' όλα τα χλωμά πρόσωπα, εμπλέκεται σε μία σοβαρή κι επικίνδυνη αποστολή.
Έχοντας ακούσει για μία φυλή Ινδιάνων ιδιαίτερα αιμοσταγή που ζούσε στα πυκνά δάση της περιοχής που ήταν γνωστή ως « Forks of the Delaware »,
παίρνει τον δρόμο για να τους μιλήσει για τον αγαπητό του Σωτήρα.
Φτάνοντας το δειλινό κοντά στον καταυλισμό τους, βλέποντας τον καπνό από τις φωτιές τους, αποφασίζει να μείνει τη νύχτα στο δάσος και να προχωρήσει το πρωί.
Δεν είχε καταλάβει ότι μερικοί ερυθρόδερμοι με λυκίσια μάτια και σιωπηλοί σαν φίδια τον ακολουθούσαν για ώρες. Αφού ανάβει μία φωτιά, οι Ινδιάνοι απομακρύνονται βιαστικά και πηγαίνουν στον καταυλισμό τους λέγοντάς στους
υπόλοιπους τα αναπάντεχα νέα ότι ένας λευκός βρίσκεται στο δάσος πολύ κοντά. «Ας πάμε αμέσως», λέει ο αρχηγός, «να σκοτώσουμε το χλωμό πρόσωπο, που ο λαός του μας έμαθε να πίνουμε το νερό της φωτιάς και μετά, ενώ εμείς ήμαστε μεθυσμένοι, μας πήραν τα καλάθια μας και τα δέρματά μας, ακόμα και τη γη μας για το τίποτα.»
Καθώς οι πολεμιστές σιωπηλά πλησιάζουν, βλέπουν τον λευκό άντρα στα γόνατα να προσεύχεται τόσο θερμά για να καταλάβουν οι Ινδιάνοι ότι ο μεγάλος Θεός του σύμπαντος τους αγάπησε κι έστειλε τον Γιο Του για να τους σώσει. Ενώ προσεύχεται, ένας κροταλίας κουλουριάζεται πλάι του, σηκώνει το κρυμμένο κεφάλι του, τινάζει ελαφρά τη διχαλωτή γλώσσα του κοντά στο πρόσωπό του κι έπειτα, χωρίς κανένα εμφανή λόγο, ξεγλιστράει και χάνεται μέσα στο σκοτάδι. Και το ίδιο κάνει κι ο αρχηγός της φυλής που ακολουθούνταν από τους πολεμιστές του.
Όταν ο νεαρός ιεραπόστολος μπαίνει στο Ινδιανικό χωριό νωρίς το επόμενο πρωί, δέχεται ένα εγκάρδιο καλωσόρισμα, πολύ περισσότερο απ' ότι προσδοκούσε.
Πολύ αργότερα μαθαίνει τα παράξενα γεγονότα που είχαν λάβει χώρα την προηγούμενη βραδιά.
Όταν οι άνθρωποι μαζεύονται κοντά του στην ύπαιθρο γύρω από τις σκηνές τους, ανοίγει τη Βίβλο
του, διαβάζει το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα και στοργικά τους λέει τη γλυκιά ιστορία πώς ο Θεός έστειλε τον Γιο Του να πεθάνει πάνω στο σταυρό για να πάρει την αμαρτία από τις καρδιές των ανθρώπων και να τους κάνει καλά παιδιά του Ουράνιου Πατέρα.
Όταν τελειώνει το μήνυμά του, υπάρχουν δάκρυα στα μάτια πολλών από τους ακροατές.
«Και το Μεγάλο Πνεύμα είναι μαζί του!», λέει ένας άλλος, που θυμόταν πώς ο κροταλίας μυστηριωδώς δεν τον είχε χτυπήσει.
«Και φέρνει ένα θαυμάσιο, γλυκό μήνυμα!» λέει η γυναίκα του αρχηγού της φυλής.
Αυτό το νεαρό χλωμό πρόσωπο είναι ο David Brainerd .
Τον θυμούνται όχι μόνο σαν τον μεγάλο απόστολο των Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής, αλλά και ως κύρια πηγή έμπνευσης και επιρροής στις ζωές χιλιάδων που καλέστηκαν από την άνεση και την αλαζονεία του βίου να ζήσουν μια ζωή αγιασμού και θυσίας, όπως αναφέρει όταν έκλαιγε και προσευχόταν ο ίδιος.
Στα 29 χρόνια της ζωής του έκανε την πιο βαθιά και μακροχρόνια εντύπωση στον κόσμο στον οποίο έζησε απ' ότι κάνουν οι περισσότεροι άντρες σ' ολόκληρη τη ζωή τους.
Γεννήθηκε στο Haddam του Κοννέκτικατ στις 20 Απριλίου 1718 από τον Εζεκία και τη Ντόροθυ Μπρέινερντ. Προερχόταν από μία πολύ αξιόλογη οικογένεια. Ο παππούς του ο Ντάνιελ είχε έρθει στο Κοννέκτικατ, πολύ μικρός από το Έσσεξ της Αγγλίας. Πολύ σύντομα απέκτησε μεγάλη επιρροή ως ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας, ως επίτροπος του Γενικού Δικαστηρίου, ως η δικαίωση της ειρήνης και διάκονος στην εκκλησία.
Ο γιος του Ντάνιελ, ο Εζεκίας τον ακολούθησε στη δημόσια ηγεσία ως αντιπρόσωπος της Γενικής Συνέλευσης, και μέλος του Κυβερνητικού Συμβουλίου. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του ο Εζεκίας έλαβε 300 εκτάρια γης. Η μητέρα του Ντέιβιντ προερχόταν από οικογένεια ποιμένων.
Είχαν αποκτήσει εννιά παιδιά.
Η παιδική ηλικία του Ντέιβιντ ήταν πολύ σκληρή. Στα εννιά του έχασε τον πατέρα του και μόλις πέντε χρόνια αργότερα έχασε και τη μητέρα του. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια έμεινε με την οικογένεια της μεγαλύτερης αδελφής του. Όλο αυτό το διάστημα ήταν μοναχικός και μελαγχολικός. Όλη του τη ζωή πάλευε ενάντια στην τάση του για κατάθλιψη.
Όταν έγινε 19 ετών πήγε να εργαστεί σε ένα αγρόκτημα που είχε κληρονομήσει. Παρ' αυτά ο Ντέιβιντ γνώριζε πως δεν ήταν αυτό που είχε μέσα στην καρδιά του. Τότε ανέπτυξε μία επιθυμία για μόρφωση και άρχισε να ενδιαφέρεται για τη θρησκεία. Έτσι επέστρεψε στο Haddam , όπου σπούδασε δίπλα στον ποιμένα Phineas Fiske καλύπτοντας τις θρησκευτικές αναζητήσεις του.
Μετά τον θάνατο του Fiske συνέχισε την αναζήτησή του και σύντομα ένιωσε μεγάλη θλίψη για την ψυχή του, κατανοώντας ότι εμπιστευόταν για τη σωτηρία του τα δικά του έργα με αλαζονεία. Παρόλο που δεν είχε ακόμα βιώσει την εμπειρία της αναγέννησης, έκανε μια αφιέρωση όταν ήταν 20 ετών να μπει στη διακονία κι άρχισε να κάνει σχέδια να γραφτεί στο Κολέγιο Yale . Άρχισε να προσεύχεται σε τακτική βάση και να νηστεύει συχνά στην εκζήτηση του να έχει ειρήνη με τον Θεό.
Όλα αυτά τον οδήγησαν στην εμπειρία της αναγέννησης στις 22 Ιουλίου, 1739. Ήταν μισή ώρα πριν δύσει ο ήλιος, καθώς ο Ντέιβιντ βρισκόταν μόνος σε ένα σκοτεινό δασύλλιο προσπαθώντας να προσευχηθεί. Ξαφνικά ένιωσε μια «ανείπωτη δόξα» που άνοιξε την ψυχή του:
«Περπατούσα ξανά στο ίδιο σταθερό έδαφος, όπου είχα μεταφερθεί, να βλέπω τον εαυτό μου χαμένο κι αβοήθητο. Έτσι πάσχιζα να προσευχηθώ. Τότε, καθώς περπατούσα μέσα σ' ένα σκοτεινό, πυκνό δασύλλιο, μια ανείπωτη δόξα φάνηκε ν' ανοίγει μπροστά μου και μπροστά στην ανησυχία της ψυχής μου. Δεν εννοώ κάποια εξωτερική λαμπρότητα, γιατί δεν είδα τέτοιο πράγμα. Έτσι ο Θεός που εμπιστεύομαι, με έφερε σε μία διάθεση καρδιάς να Τον υψώνω και να Τον θέσω στον θρόνο. Εκείνη τη στιγμή, ο δρόμος της σωτηρίας μου ανοίχτηκε με μια τέτοια απέραντη σοφία και τελειότητα που αναρωτιόμουν πώς μπορούσα να σκεφτώ ποτέ άλλη οδό σωτηρίας? εκπληκτικό που δεν είχα πετάξει τα δικά μου τεχνάσματα πριν και δεν είχα συμμορφωθεί σ' αυτόν τον υπέροχο, ευλογημένο και τέλειο τρόπο.»
Ο Ντέιβιντ αιχμαλωτίστηκε απ' αυτό που ξαφνικά είχε μια φοβερή επιθυμία να εκζητήσει τη βασιλεία του Θεού. Δυο μήνες αργότερα, μπήκε στο πανεπιστήμιο Yale για ν' αρχίσει την προετοιμασία του για τη διακονία. Λίγο μετά που γράφτηκε, ανακάλυψε ότι είχε προσβληθεί από φυματίωση (από την οποία θα πέθαινε επτά χρόνια αργότερα).
Όταν επέστρεψε τη δεύτερη χρονιά στο πανεπιστήμιο, ανακάλυψε ότι η Μεγάλη Αφύπνιση και μία επίσκεψη από τον Τζωρτζ Γουάιτφιλντ ( George Whitefield ) το είχαν αλλάξει δραστικά.
Ο Μπρέινερντ με χαρά ενώθηκε με το σώμα των φοιτητών που ονομάζονταν «Νέα Φώτα», ενώ η διοίκηση του πανεπιστημίου παρέμεναν σταθερά «Παλιά Φώτα».
Προσβολές και έλλειψη σεβασμού είχε αναπτυχθεί και από τις δύο πλευρές. Τον Σεπτέμβριο του 1721 ο Τζόναθαν Έντουαρντς έκανε την εναρκτήρια
αγόρευση με τίτλο: «Τα διακριτικά σημεία ενός έργου από το Πνεύμα του Θεού.» Προς απογοήτευση της διοίκησης, ο Έντουαρντς υποστήριξε τους φοιτητές.
Αυτή ίσως ήταν η πρώτη συνάντηση ανάμεσα στον Μπρέινερντ και τον Έντουαρντς.
Δυστυχώς δεν κατάφερε να αποφοιτήσει, παρόλο που ήταν ο καλύτερος μέσα στο τμήμα του, διότι αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο, επειδή σε μία ιδιωτική συζήτηση που είχε με άλλους φοιτητές είχε πει ότι ο καθηγητής τους δεν είχε λάβει περισσότερη χάρη απ' ότι η καρέκλα που καθόταν. Του ζητήθηκε να απολογηθεί σε δημόσια απολογία, κάτι που αρνήθηκε κι έτσι οι πόρτες του πανεπιστημίου έκλεισαν γι' αυτόν για πάντα.
Τώρα έπρεπε να επαναξιολογήσει την κατεύθυνση της ζωής του.
Τώρα περισσότερο από κάθε άλλη φορά αφιέρωνε τον περισσότερο χρόνο του στη μελέτη και την προσευχή, ζητώντας από τον Θεό να τον καθοδηγήσει.
Άρχισε σιγά σιγά να κηρύττει περιστασιακά, αλλά ακόμα δεν είχε κάλεσμα για ένα συγκεκριμένο μέρος ή κάποια διακονία.
Αυτή η μεταβατική περίοδος παρ' αυτά έμελλε να κρατήσει ελάχιστα.
Το 1741 ο John Sergeant , ένας ιεραπόστολος των Ινδιάνων, είχε επισκεφτεί τον ποταμό « Forks of the Delaware » στην Πενσυλβάνια κι είχε διαπιστώσει τη μεγάλη ανάγκη που υπήρχε. Ζήτησε από τη «Σκωτσέζικη Κοινωνία για την Εξάπλωση της Χριστιανικής Γνώσης» να επιδείξει έναν ιεραπόστολο γι' αυτούς.
Το 1742 ο Μπρέινερντ έλαβε ένα γράμμα για να σκεφτεί γι' αυτή τη διακονία και μέσα σε μερικές μέρες δέχτηκε την αποστολή κι άρχισε να ετοιμάζεται γι' αυτό που θα γινόταν η κληρονομιά της ζωής του.
Για πάντα θα έμενε γνωστός ως ο ιεραπόστολος των Ινδιάνων της Αμερικής.
Αφιέρωσε τους επόμενους έξι μήνες ετοιμάζοντας τη διακονία του. Ταξίδεψε λίγο, επισκέφτηκε τους φίλους και την οικογένειά του κι επιθεωρούσε τον ιεραποστολικό αγρό στον οποίο θα έμπαινε σύντομα. Έλαβε λίγη ιεραποστολική εμπειρία στο Ανατολικό Χάμπτον του Λονγκ Άιλαντ, κηρύττοντας σε κάποιους Ινδιάνους που βρίσκονταν υπό τη φροντίδα του Αζαρία Χόρτον, ενός άλλου ιεραποστόλου. Κάνοντας αυτό το πράγμα, αγγίχτηκε πάρα πολύ από τη στερημένη κατάσταση των Ινδιάνων κι ένιωσε «κάτι σαν σαφήνεια και παράλυση» στο πνεύμα του. Η καρδιά του ακολουθούσε τους Ινδιάνους κι ανέπτυξε μία μεγαλύτερη αγάπη γι' αυτούς. Εντωμεταξύ εξακρίβωνε όλη την ανικανότητά του, νιώθοντας τόσο ανεπαρκής για το έργο που ετοιμαζόταν να κάνει.
Κι όμως αυτός ο νεαρός που θα θεωρείτο πραγματικό ρίσκο από οποιοδήποτε σύγχρονο ιεραποστολικό συμβούλιο, έγινε ιεραπόστολος στους Ινδιάνους της Αμερικής και στην κυριολεξία έγινε «πρωτοπόρος του σύγχρονου ιεραποστολικού έργου».
Ο Μπρέινερντ ξεκίνησε τη διακονία του με τους Ινδιάνους τον Απρίλιο του 1743.
Το πρώτο ταξίδι του Μπρέινερντ στα « Forks of the Delaware » για να προσεγγίσει εκείνη την άγρια φυλή, είχε σωτήρια αποτελέσματα μετά από το θαύμα του Θεού με το φίδι που αναφέρεται στην αρχή, που έσωσε τη ζωή του κι έλαβε τιμές ανάμεσα στους Ινδιάνους ως ο «Προφήτης του Θεού». Εκείνο το περιστατικό στη διακονία του Μπρέινερντ απεικονίζει τις περισσότερες από τις πάμπολλες θείες επεμβάσεις στη ζωή του.
Επίσης απεικονίζει τη σπουδαιότητα και την ένταση της προσευχής στη ζωή του Μπρέινερντ.
Στο ημερολόγιό του διαβάζει κανείς σε κάθε σελίδα του προτάσεις όπως:
Τετάρτη 21 Απριλίου : «. και ο Θεός πάλι με έκανε να μπορέσω να πολεμήσω για πολλές ψυχές κι είχα μια τέτοια ζεστασιά στο γλυκό καθήκον της μεσιτείας.»
Κυριακή 25 Απριλίου : «Σήμερα το πρωί αφιέρωσα δύο ώρες στα κρυμμένα καθήκοντα και μπορούσα να αγωνιώ πέρα από το φυσιολογικό για τις αθάνατες ψυχές. Παρόλο που ήταν πολύ νωρίς το πρωί κι ο ήλιος δεν είχε ακόμα βγει, το σώμα μου ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα.»
Σάββατο, 15 Δεκεμβρίου : «Αφιέρωσα πολλή ώρα στην προσευχή μέσα στο δάσος κι ένιωθα ότι είχα σηκωθεί πάνω απ' όλα τα πράγματα αυτού του κόσμου.»
Δευτέρα 14 Μαρτίου : «...σχεδόν όλο το πρωί έκραζα με δυνατές φωνές στην προσευχή.»
Πέμπτη 4 Αυγούστου : «Κατάφερα να προσευχηθώ πολύ όλη τη μέρα.»
Πέμπτη 3 Νοεμβρίου : «Αφιέρωσα αυτή τη μέρα σε μυστική νηστεία και προσευχή από το πρωί μέχρι τη νύχτα.»
Το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα ήταν πάρα πολύ πολύτιμο για τον Ντέιβιντ Μπρέινερντ. Όταν η ψυχή του ήταν τυλιγμένη με σκοτάδι, αυτό το κεφάλαιο γινόταν μία σκάλα φωτός για να ανέβει από τη γη στον ουρανό. Όταν κήρυττε στους Ινδιάνους, ήταν το αγαπημένο του θέμα. Κι όταν έφτασε στο τέρμα της πορείας του, η τελευταία πρόταση που έγραψε στο ημερολόγιό του ήταν μία φράση από το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα!
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Τζων Ουέσλεϊ ( John Wesley ) από τη μια μεριά του Ατλαντικού και ο Ντέιβιντ Μπρέιντερντ στην άλλη μεριά, περίπου την ίδια εποχή βίωναν μια παρόμοια εμπειρία. Όπως και ο Ουέσλεϊ πριν την αναγέννησή του αναζητούσε πνευματική ειρήνη και βρισκόταν σε ένα διαρκή κύκλο θρησκευτικών τύπων, έτσι κι ο Μπρέινερντ έψαχνε να ικανοποιήσει τη βαθιά ανάγκη της ψυχής του για αναγέννηση ντυμένος εξωτερική θλίψη. Πήγαινε στις συναθροίσεις με πιστότητα, διάβαζε τη Γραφή (τη διάβαζε δυο φορές μέσα σ' ένα χρόνο) και μαζευόταν με άλλους νέους ανθρώπους κάθε βδομάδα για συμμελέτη.
Τελικά οι υπέροχες αλήθειες που βρίσκονταν στο 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα οδήγησαν τη θλιβερή ψυχή του μέσα από τη Στενή Πύλη στη θέα του σταυρού, όπου το βάρος του κύλησε και δεν το ξανάδε.
Το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα έκανε τρία πράγματα για τον Ντέιβιντ Μπρέινερντ.
Του αποκάλυψε την ίδια του την καρδιά, γεμάτη αθλιότητα και διεφθαρμένη από την αμαρτία. Δεν συναινούσε μόνο στη φράση «Όλοι εμείς πλανηθήκαμε σαν πρόβατα»? είδε επίσης ότι μόνο μία τρομερή ασθένεια, ανθρωπίνως αθεράπευτη θα επιστράτευε μια τόσο μεγάλη θεραπεία όπως ο θάνατος του Γιου του Θεού πάνω στο σταυρό. Έτσι οδηγήθηκε να αναγνωρίσει ότι η επιτακτική ανάγκη του δεν ήταν τα πράγματα της εξωτερικής δικαιοσύνης αλλά η θεία θεραπεία μιας νέας γέννησης για την ασθένεια της διεφθαρμένης φύσης. Τελικά κατάλαβε ότι καμία μάχη ούτε καμία αναμόρφωση μπορούσε να αλλάξει την αμαρτία του, τη διεφθαρμένη φύση του και ότι ο Νόμος του Θεού, για να χρησιμοποιήσω τα δικά του λόγια, «με καταδίκασε όχι για τις εξωτερικές πράξεις μου, αλλά για τις αμαρτίες της καρδιάς μου, τις οποίες πιθανόν δεν μπορούσα να αποφύγω.»
Το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα επίσης του αποκάλυψε την καρδιά του Σωτήρα, γεμάτη αγάπη και την εξοχότητα της χάρης. Το κεφάλαιο αυτό ήταν σαν ένα ανοικτό παράθυρο, που έκανε τον Μπρέινερντ να διεισδύσει στην καρδιά του Άρχοντα της σωτηρίας μας κι αυτό που είδε, έλιωσε την καρδιά του. Η όρασή του για την συντριμμένη καρδιά του Σωτήρα σύντριψε τη δική του καρδιά με μετάνοια και χαρούμενη παράδοση.
Το 53 ο κεφάλαιο του Ησαΐα του αποκάλυπτε ακόμα την πόρτα της πρόσβασης στην καρδιά όλου του ανθρώπινου γένους. Έχοντας δει την ανάγκη της δικής του διεφθαρμένης καρδιάς, είδε ένα κόσμο από καρδιές μέσα στην ίδια σκοτεινή δοκιμασία κι έχοντας ανακαλύψει ότι το μήνυμα του Γιου του Θεού που υπέφερε ήταν «φοβερά γλυκό» στη δική του ψυχή, πίστεψε ότι όλες οι άλλες ψυχές περίμεναν με ανυπομονησία να ακούσουν την ίδια γλυκιά ιστορία. Ήταν πεπεισμένος ότι ο Χριστός είναι η απάντηση - η μόνη απάντηση - στη βαθύτερη λαχτάρα του ανθρώπινου πνεύματος, όπως ακριβώς το νερό είναι η απάντηση στη δίψα του ανθρώπινου σώματος. Πιστεύοντας ότι οι άλλοι ήταν το ίδιο διψασμένοι όπως κι εκείνος ήταν, ποθούσε να διακηρύξει παντού, ιδιαίτερα ανάμεσα στους παραμελημένους και κακομεταχειρισμένους Ινδιάνους την πρόσκληση του Ευαγγελίου: «Όποιος διψάει, ας έρχεται και ας πίνει από το νερό της ζωής δωρεάν».
«Συχνά στο μεσοδιάστημα», όπως γράφει ο ίδιος, «έπεφτα στα γόνατα κι έκλαιγα στον Θεό.» Καθώς διάβαζε για τους παλιούς ανθρώπους και πόσο θαυμαστά ο Θεός τους είχε χρησιμοποιήσει, λαχταρούσε να γίνει όπως κι εκείνοι. Εκείνη τη μέρα μορφώθηκε το πρότυπο της φοβερής ζωής του, καθώς επίσημα πια παρέδωσε τον εαυτό του για να περπατήσει στα ίχνη τεσσάρων ηρώων της Βίβλου.
«Ω να μπορούσα, όπως εκείνοι, να καίγομαι για τον Θεό », προσευχόταν.
Εκείνο το βράδυ έγραψε στο ημερολόγιό του:
«Η ψυχή μου ευλογεί τον Θεό που φανέρωσε τον Εαυτό Του με τόση χάρη στους δούλους Του παλιά.»
Ο Μπρέινερντ λαχταρούσε να ΚΑΙΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ , να ζει όπως ο Μωυσής, μια ζωή που θα παρέδιδε τη ζωή του ολοκληρωτικά στην απόλυτη κυριαρχία του Θεού για τη δική Του υπηρεσία και δόξα.
Όταν ο Θεός μίλησε στον Μωυσή στην καιόμενη βάτο, τον βρήκε πολύ διαφορετικό απ' ότι σαράντα χρόνια πριν. Τότε ήταν που είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του, πασχίζοντας με το δικό του χέρι και με τις δικές του λανθασμένες μεθόδους να ελευθερώσει τον σκλαβωμένο λαό του. Τώρα είχε παραδώσει εντελώς τον εαυτό του, συνειδητοποιώντας την ανεπάρκεια και την αναξιότητά του. «Ποιος είμαι εγώ», είπε, «που θα αναλάβω μια τόσο μεγάλη υπόθεση;» Ο Θεός μπορούσε και το έκανε? να χρησιμοποιήσει δυναμικά κάποιον που παραδόθηκε με προθυμία όχι για τη δική του δόξα, αλλά για τη δόξα του Θεού. Κανένας ποτέ δεν πόθησε τόσο ένθερμα να μοιάσει στον Μωυσή, ούτε κανένας το είχε πετύχει ποτέ σε τόσο μεγάλο βαθμό, όπως ο Ντέιβιντ Μπρέινερντ.
«Αφιέρωνα το βράδυ», λέει, «προσευχόμενος ακατάπαυστα για να μην εξαρτώμαι από τον εαυτό μου αλλά να εξαρτώμαι πλήρως από τον Θεό.»
Σε μια επιστολή προς τον αδελφό του στις 2 Ιανουαρίου 1744 έγραψε:
«Πρέπει πάντοτε να ενεργούμε ως δούλοι του Θεού που έχουμε τοποθετηθεί στον κόσμο του Θεού να κάνουμε το έργο Του, και ανάλογα να εργαστούμε πιστά για Εκείνον. Ας είναι λοιπόν η μέγιστη έννοια σου η πλήρης αφιέρωση του είναι σου στον Θεό.»
Το «Ημερολόγιό» του περιέχει αμέτρητα παρόμοια κείμενα όπως το ακόλουθο:
26 Απριλίου 1742 : «Ω, να μπορούσα να δώσω κάθε λεπτό της ζωής μου για τη δόξα του Θεού!»
30 Αυγούστου 1742 : «Η ψυχή μου ποθεί με μια παθιασμένη λαχτάρα να ζει για τον Θεό.»
22 Νοεμβρίου 1745 : «Έχω λάβει τα πάντα που έχω από τον Θεό. Ω, να μπορούσα να επιστρέψω τα πάντα από μένα στον Θεό!»
Όχι με αυτοεξάρτηση αλλά με εξάρτηση από τον Θεό, ο Μπρέινερντ βρήκε την πηγή της απεριόριστης δύναμης, το μυστικό του γενναίου πνεύματος, το μυστήριο της εσωτερικής ειρήνης. Η ολοκληρωτική παράδοση του εαυτού του δεν ήταν για τον Μπρέινερντ το τέλος για εκείνον. «Είναι τόσο γλυκό», αποκαλύπτει, «να είσαι τίποτα και λιγότερο από το τίποτα για να είναι ο Χριστός τα πάντα εν πάσι.»...
Tέλος 1ου μέρους
e-jesus πηγη
Αν
έχεις απορίες ή οτιδήποτε άλλο θέλεις να μάθεις και αν ακόμα θέλεις να
έρθεις να ακούσεις ένα κήρυγμα μέσα από την Αγία Γραφή,
επικοινώνησε μαζί μας στο τηλ. 6949750957 η με email κάνοντας κλικ στην παρακάτω εικόνα.
Ο Κύριος Ιησούς να σας ευλογεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου