Blogger Widgets




28 Φεβρουαρίου 2016

CHARLES FINNEY – ΟΙ ΠΙΟ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΕΙΣ (Κεφάλαιο 2ον)


Η ΜΕΤΑΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ
Μια Κυριακή βράδυ, το φθινόπωρο 1821, αποφάσισα να τακτοποιήσω άμεσα το ζήτημα που αφορούσε τη σωτηρία της ψυχής μου – ότι αν ήταν δυνατόν, θα έκανα ειρήνη με το Θεό. Αλλά επειδή ήμουν πολύ απασχολημένος στο γραφείο, ήξερα ότι, εκτός αν ήμουν πραγματικά αποφασισμένος, δεν θα το έκανα ποτέ. Έτσι αποφάσισα, όσο μπορούσα περισσότερο, να αποφύγω κάθε απασχόληση  και οποιουσδήποτε περισπασμούς, και να επικεντρωθώ εξ ολοκλήρου στη σωτηρία της ψυχής μου. Το κατάφερα όσο καλύτερα μπορούσα. Έπρεπε να είμαι στο γραφείο αρκετές ώρες, αλλά δεν ήμουν τόσο απασχολημένος τη Δευτέρα ή την Τρίτη, και είχα την ευκαιρία να διαβάσω τη Βίβλο μου και να προσευχηθώ τον περισσότερο χρόνο.



Εντούτοις, ήμουν πολύ υπερήφανος χωρίς να το γνωρίζω. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι δεν με ενδιέφερε  τι σκέφτονταν οι άλλοι για μένα. Πραγματικά, ήμουν αρκετά συνεπής στις συναθροίσεις προσευχής και στην εκκλησία όσο καιρό βρισκόμουν στο Adams.
 Οι Χριστιανοί είχαν αρχίσει να σκέφτονται ότι με απασχολούσε η σωτηρία μου. Αλλά διαπίστωσα, όταν ήρθα αντιμέτωπος με το ζήτημα αυτό, ότι δεν επιθυμούσα κανείς να γνωρίζει ότι ζητούσα τη σωτηρία της ψυχής μου.
 Όταν προσευχόμουν, μονάχα ψιθύριζα την προσευχή μου, αφού είχα πρώτα κλείσει την κλειδαρότρυπα για να μην με ανακαλύψει κανείς να προσεύχομαι. Μέχρι τότε, άφηνα τη Βίβλο μου στο τραπέζι με τα νομικά μου βιβλία , και δεν με απασχολούσε ποτέ μήπως ντροπιαστώ αν καταλάβαινε κανείς ότι τη μελετούσα, όσο με απασχολούσε αν με ανακάλυπτε να  μελετώ οποιοδήποτε από τα άλλα βιβλία μου. 
Αλλά αφότου αποφάσισα να ζητήσω τη σωτηρία μου, κράτησα τη Βίβλο μου εκτός οπτικού πεδίου. Εάν την μελετούσα όταν ερχόταν οποιοσδήποτε μέσα, έριχνα τα νομικά βιβλία μου πάνω της, για να δημιουργήσω την εντύπωση ότι δεν την είχα στα χέρια μου. Αντί να είμαι ειλικρινής και πρόθυμος να μιλήσω με οποιονδήποτε γιαυτό το θέμα όπως πριν, διαπίστωσα ότι δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα. 
Δεν ήθελα να δω τον πάστορα επειδή δεν ήθελα να ξέρει πώς αισθανόμουν, και οπωσδήποτε δεν είχα καμία εμπιστοσύνη ότι θα καταλάβαινε και θα μου έδινε την κατεύθυνση που χρειαζόμουν. Απέφευγα  τη συζήτηση με τους πρεσβύτερους της εκκλησίας, ή με οποιουσδήποτε από τους Χριστιανούς. Από τη μια μεριά ντρεπόμουν να τους δείξω πώς αισθανόμουν, και από την άλλη, φοβόμουν ότι θα με καθοδηγούσαν λανθασμένα. Είχα την αίσθηση πως είχα κλειστεί έξω από τη Βίβλο. 
Κατά τη διάρκεια της Δευτέρας και της Τρίτης η κατάκρισή μου μεγάλωσε, αλλά φαινόταν πώς η καρδιά μου σκλήρυνε περισσότερο. Δεν  μπορούσα να χύσω ούτε ένα δάκρυ Δεν  μπορούσα να προσευχηθώ. Δεν είχα την ευκαιρία να προσευχηθώ παρά  μόνο ψιθυριστά, και συχνά ένιωθα πως αν μπορούσα να είμαι μόνος κάπου που να μπορούσα να αφήσω τη φωνή μου να βγει, τότε θα έβρισκα  ανακούφιση στην προσευχή. Ήμουν ντροπαλός και απέφυγα να μιλάω σε οποιονδήποτε για  οποιοδήποτε θέμα. Προσπάθησα να το κάνω αυτό με τέτοιο τρόπο ώστε κανείς να μην υποψιαστεί ότι ζητούσα τη σωτηρία της ψυχής μου. Το βράδυ της Τρίτης είχα γίνει πολύ ανήσυχος και τη νύχτα ένα παράξενο συναίσθημα ήρθε πάνω μου σαν να επρόκειτο να πεθάνω. Ήξερα ότι εάν γινόταν αυτό, θα βυθιζόμουν στην κόλαση, αλλά καθησύχασα τον εαυτό μου όσο μπορούσα μέχρι το πρωί. Πολύ νωρίς ξεκίνησα για το γραφείο. Αλλά λίγο προτού φθάσω, κάτι φάνηκε να με ανακουφίζει με ερωτήσεις όπως : «Τι περιμένεις; Δεν υποσχέθηκες να δώσεις την καρδιά σου στο Θεό; Τι προσπαθείς να κάνεις; Προσπαθείς να δικαιωθείς με δικό σου τρόπο;»
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, ολόκληρο το θέμα της σωτηρίας του Ευαγγέλιου ανοίχτηκε μέσα μου με έναν θαυμάσιο τρόπο. Νομίζω ότι είδα, τόσο ξεκάθαρα όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, την πραγματικότητα και την πληρότητα της αποκατάστασης που έκανε ο  Χριστός. Είδα ότι το έργο Του ήταν ένα ολοκληρωμένο έργο και  αντί να έχω ή να χρειάζομαι, οποιαδήποτε δική μου δικαιοσύνη για να με συστήσει στο Θεό, έπρεπε να  θέσω τον εαυτό μου κάτω από την δικαιοσύνη του Χριστού. 
Η σωτηρία του Ευαγγέλιου φάνηκε πως ήταν μια προσφορά που έπρεπε να γίνει αποδεκτή και ότι ήταν πλήρης και τέλεια και ότι το μόνο που χρειαζόταν να κάνω από τη μεριά μου ήταν η δική μου συγκατάθεση, να αφήσω τις αμαρτίες μου και να δεχτώ τον Χριστό. Αντί να είναι κάτι που θα μπορούσα να επιτύχω προσπαθώντας μόνος μου, η σωτηρία ήταν κάτι που βρισκόταν εξ ολοκλήρου στο Κύριο Ιησού Χριστό, ο οποίος παρουσιάστηκε ενώπιον μου ως ο Θεός μου και  ο Σωτήρας μου.
Χωρίς να το καταλάβω, είχα σταματήσει στο δρόμο, εκεί ακριβώς όπου η εσωτερική φωνή τράβηξε την προσοχή μου. Πόση ώρα παρέμεινα εκεί, δεν μπορώ να πω. Αλλά μετά από αυτήν την αποκάλυψη, η επόμενη ερώτηση φάνηκε να είναι: “Θα το δεχτείς τώρα, σήμερα;” απάντησα, “ναι, θα το δεχτώ σήμερα, ή θα πεθάνω προσπαθώντας”.
Βόρεια του χωριού, πέρα από έναν λόφο, υπήρχε ένα δασάκι όπου πήγαινα τις περισσότερες μέρες όταν ο καιρός ήταν καλός. Ήταν τώρα Οκτώβριος, και είχε περάσει ο καιρός των συχνών περιπάτων μου εκεί. Αλλά τώρα, αντί να πάω στο γραφείο, γύρισα και ξεκίνησα για το δάσος, νιώθοντας ότι έπρεπε να είμαι μόνος και μακρυά από όλα τα ανθρώπινα βλέμματα, έτσι ώστε να μπορώ να βγάλω προς τα έξω την προσευχή μου στο Θεό. 
Αλλά και πάλι η υπερηφάνειά μου έγινε αισθητή. Καθώς πήγαινα πέρα από το λόφο, σκέφτηκα ότι κάποιος ίσως να με έβλεπε και να υποψιαζόταν ότι πήγαινα μακριά για να προσευχηθώ. Κι όμως, πιθανόν να μην υπήρχε ούτε ένας άνθρωπος πάνω στη γη που θα σκεφτόταν ένα τέτοιο πράγμα. Αλλά η υπερηφάνεια μου και ο φόβος των ανθρώπων ήταν τόσο μεγάλα, που κρυβόμουν πίσω από τον φράχτη μέχρι που έφτασα τόσο μακριά που κανένας από το χωριό δεν μπορούσε να με δει. Έστριψα έπειτα στο δάσος, 400μέτρα και βρήκα ένα μέρος όπου μερικά μεγάλα δέντρα είχαν πέσει το ένα πάνω από το άλλο, αφήνοντας έναν ανοιχτό χώρο μεταξύ τους. Έσκυψα εκεί και γονάτισα για να προσευχηθώ. Όταν έστριψα για να ανεβώ στο δάσος, θυμάμαι έλεγα, «Θα δώσω την καρδιά μου στο Θεό, ή δεν θα κατέβω ποτέ από εκεί.» Επαναλάμβανα αυτό καθώς ανέβαινα: «Θα δώσω την καρδιά μου στο Θεό προτού κατέβω κάτω ξανά.»
Αλλά όταν προσπάθησα να προσευχηθώ, διαπίστωσα ότι η καρδιά μου δεν μπορούσε να προσευχηθεί. Είχα υποθέσει ότι αν μονάχα μπορούσα να βρω ένα μέρος που να μπορώ να προσευχηθώ μεγαλόφωνα, χωρίς να με κρυφακούει κανείς, θα μπορούσα να προσευχηθώ ελεύθερα. Όταν όμως δοκίμασα, έμεινα άφωνος, αυτό ήταν, δεν είχα τίποτα να πω στον Θεό. Μπόρεσα μονάχα να πω λίγα λόγια, κι εκείνα χωρίς καρδιά. Στην προσπάθειά μου να προσευχηθώ, άκουγα ένα θρόισμα των φύλλων και σταματούσα να δω αν κάποιος ερχόταν. Το έκανα αυτό αρκετές φορές.
Τελικά, βρέθηκα στο χείλος της απελπισίας. Είπα στον εαυτό μου, “Δεν μπορώ να προσευχηθώ. Η καρδιά μου είναι νεκρή προς τον Θεό και δεν θα προσευχηθεί”. Τα έβαζα με τον εαυτό μου, που είχα υποσχεθεί να δώσω την καρδιά μου στον Θεό προτού φύγω από το δάσος. Όταν προσπάθησα να το κάνω, διαπίστωσα ότι δεν μπορούσα να δώσω την καρδιά μου στον Θεό. Η ψυχή μου δίσταζε, και δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα της καρδιάς μου προς τον Θεό. Άρχισα να νιώθω ότι ήταν πολύ αργά, ότι ο Θεός πρέπει να με είχε εγκαταλείψει και δεν είχα πια ελπίδα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω πόσο απερίσκεπτος ήμουν, να υποσχεθώ ότι θα έδινα την καρδιά μου στον Θεό εκείνη την ημέρα ή θα πέθαινα προσπαθώντας. Φάνηκε πως δέσμευε την ψυχή μου, κι όμως ήμουν έτοιμος να σπάσω τον όρκο μου. Ένα φοβερό βάρος αποθάρρυνσης ήρθε επάνω μου, κι ένιωσα τόσο αδύναμος για να σταθώ στα πόδια μου.
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, μου φάνηκε πως άκουσα ξανά κάποιον να με πλησιάζει, και άνοιξα τα μάτια μου για να δω. Αλλά ακριβώς εκεί, η αποκάλυψη της υπερηφάνειάς μου, ως τη μεγαλύτερη δυσκολία που στεκόταν μπροστά μου, μου παρουσιάστηκε ξεκάθαρα. Μια αίσθηση συντριβής για την αμαρτία μου, που ντρεπόμουν να με δει κανείς στα γόνατα μπροστά στον Θεό, με κυρίευσε. Φώναξα δυνατά ότι δεν θα άφηνα εκείνο το μέρος, ακόμα κι αν όλοι οι άνθρωποι της γης και όλοι οι δαίμονες της κόλασης με περικύκλωναν. “Τι;” είπα, “ένας τόσο άθλιος αμαρτωλός όπως εγώ, στα γόνατα να ομολογώ τις αμαρτίες μου σε έναν Άγιο Θεό, και ντρέπομαι να με βρει οποιοσδήποτε άνθρωπος στα γόνατα μπροστά Του!” 
Η αμαρτία εμφανίστηκε φοβερή, τεράστια. Με λύγισε μπροστά στον Θεό.
Ακριβώς σε εκείνο το σημείο, αυτό το εδάφιο της Γραφής ήρθε στο μυαλό μου, μέσα σε μια πλημμύρα φωτός: “Και θα με ζητήσετε, και θα με βρείτε, όταν με ζητήσετε με όλη σας την καρδιά”. Αμέσως κρατήθηκα από αυτό. Είχα πιστέψει στη Βίβλο με το μυαλό μου πριν, αλλά ποτέ δεν είχα δει την αλήθεια ότι η πίστη ήταν μια πρόθυμη εμπιστοσύνη αντί μια διανοητική κατάσταση.  
Ξαφνικά, αισθάνθηκα να εμπιστευτώ εκείνη τη στιγμή την πιστότητα του Θεού. Κατά κάποιον τρόπο γνώριζα ότι ήταν ένα εδάφιο από την Γραφή, παρόλο που δεν νομίζω να το είχα ποτέ διαβάσει. Ήξερα ότι ήταν ο Λόγος του Θεού και η φωνή του Θεού, που με αυτόν τον τρόπο μου μίλησε. Φώναξα σ' Αυτόν, “Κύριε, κατά το λόγο Σου, το ξέρεις ότι Σε αναζητώ με όλη μου την καρδιά, και ότι έχω έρθει εδώ για να προσευχηθώ σε Σένα, και ότι έχεις υποσχεθεί ότι θα με ακούσεις”.
Αυτό φάνηκε να τακτοποίησε την αμφιβολία μου, για το εάν θα μπορούσα να πραγματοποιήσω τον όρκο που πήρα εκείνη την ημέρα. Το Πνεύμα φάνηκε να δίνει έμφαση στη φράση, “όταν με ζητήσετε με όλη σας την καρδιά”. Είπα στον Κύριο ότι θα Τον εκλάμβανα κατά το Λόγο Του, ότι δεν μπορούσε να είναι ψευδής, κι επομένως ότι ήμουν σίγουρος ότι άκουσε την προσευχή μου, και θα μου επέτρεπε να Τον βρω.
Έπειτα, μου έδωσε πολλές ακόμα υποσχέσεις από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, συμπεριλαμβανομένου κάποιες ισχυρές υποσχέσεις που σχετίζονται με τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Ποτέ δεν μπόρεσα, με λέξεις, να κάνω οποιονδήποτε άνθρωπο να καταλάβει πόσο πολύτιμες και αληθινές εκείνες οι υποσχέσεις στάθηκαν για μένα. Τις εξέλαβα, τη μια μετά την άλλη, ως την αλάθητη αλήθεια, ως τις δηλώσεις ενός Θεού που δεν μπορούσε να ψευστεί. Φάνηκε πως δεν τις αποδέχτηκε η διάνοιά μου τόσο, όσο η καρδιά μου, και τις άρπαξα σφιχτά με τη λαχτάρα ενός ανθρώπου που πνίγεται.
Συνέχισα να προσεύχομαι μ΄ αυτόν τον τρόπο, και να λαμβάνω υποσχέσεις για πολλή ώρα. Προσευχόμουν έως ότου ο νους μου γέμισε τόσο, ώστε προτού το καταλάβω βρισκόμουν ξανά στα πόδια μου και με ανάλαφρα βήματα άφηνα το λόφο και κατευθυνόμουν προς το δρόμο. Δεν είχα ακόμα αναρωτηθεί αν είχα μεταστραφεί στο χριστό, αλλά ενώ περνούσα ανάμεσα από τα φύλλα και τους θάμνους, θυμάμαι να λέω με έμφαση, “ Εάν ποτέ μεταστραφώ, θα κηρύξω το Ευαγγέλιο”.
Σύντομα, έφτασα στον δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, και άρχισα να σκέφτομαι όσα είχαν μόλις συμβεί, και διαπίστωσα πως το μυαλό μου είχε θαυμαστά ησυχάσει και ειρηνεύσει. Είπα στον εαυτό μου, “Τι είναι αυτό; θα πρέπει να λύπησα τα Άγιο Πνεύμα ώστε να έφυγε εξολοκλήρου μακριά. Έχω χάσει κάθε αίσθημα κατάκρισης. Δεν νιώθω καμία ανησυχία για την ψυχή μου. Το Πνεύμα πρέπει να μ' έχει εγκαταλείψει¨. Μου φάνηκε ότι ποτέ δεν ένιωσα τόσο ήσυχος για το θέμα της σωτηρίας μου, σ' ολόκληρη τη ζωή μου.
Τότε θυμήθηκα, τι είχα πει στον Θεό όσο βρισκόμουν στα γόνατα – ότι θα τον εκλάμβανα κατά  το Λόγο Του. Πραγματικά, θυμήθηκα πολλά πράγματα που είχα πει, και  συμπέρανα ότι δεν ήταν άξιο απορίας που το Πνεύμα με εγκατέλειψε. Για έναν τέτοιο αμαρτωλό,  το να λάβει κατ' αυτόν τον τρόπο το Λόγο του Θεού, θα έπρεπε σίγουρα να είναι έπαρση, αν όχι βλασφημία. Συμπέρανα ότι πάνω στην έξαψή μου είχα λυπήσει το Άγιο Πνεύμα, και ίσως είχα διαπράξει την ασυγχώρητη αμαρτία.
Περπάτησα ήσυχα προς το χωριό, και το μυαλό μου ήταν τόσο τέλεια ήρεμο, που φαινόταν σαν ολόκληρη η φύση να άκουγε. Ήταν 10 Οκτωβρίου και μια πολύ όμορφη μέρα. Είχα πάει στο δάσος αμέσως μετά από ένα πρόωρο πρόγευμα και όταν επέστρεψα στο χωριό διαπίστωσα πως ήταν ήδη ώρα για το γεύμα. Δεν είχα καταλάβει καθόλου πως είχαν περάσει τόσες ώρες. Μου φάνηκε πως είχα λείψει από το χωριό μονάχα για λίγο.
Όμως, πώς μπορούσα να εξηγήσω την ησυχία του μυαλού μου; προσπάθησα να ανακαλέσω στη μνήμη μου την κατάκριση που ένιωθα, να νιώσω ξανά το βάρος της αμαρτίας που με έριχνε κάτω. Αλλά όλη η αίσθηση της αμαρτίας, κάθε συναίσθηση ενοχής, είχαν απομακρυνθεί από μένα. Είπα στον εαυτό μου, “Τι είναι αυτό, που δεν μπορώ να ξυπνήσω καμιά αίσθηση ενοχής στη ψυχή μου - εγώ ο αμαρτωλός;”. Προσπάθησα μάταια να νιώσω ανησυχία. Ένιωθα τέτοια ησυχία και ειρήνη που θέλησα να ανησυχήσω γιαυτό, μήπως ήταν γιατί είχα λυπήσει το Πνεύμα και είχε φύγει μακριά. Αλλά όσο κι αν προσπάθησα, δεν μπόρεσα να νιώσω καθόλου ανήσυχος. Η ηρεμία του μυαλού μου ήταν καταπληκτική. Δεν μπορώ να την περιγράψω με λόγια. Η σκέψη του Θεού ήταν γλυκιά στο μυαλό μου, και η πιο βαθιά πνευματική γαλήνη με είχε καταλάβει.
Πήγα να γευματίσω, και διαπίστωσα ότι δεν είχα καθόλου όρεξη για φαγητό. Έπειτα πήγα στο γραφείο, και διαπίστωσα ότι ο Squire W είχε πάει να γευματίσει. Κατέβασα το βιολί μου όπως έκανα συχνά, και άρχισα να παίζω και να ψάλλω μερικούς πνευματικούς ύμνους. Αλλά μόλις άρχισα να ψάλλω εκείνες τις άγιες λέξεις, άρχισα να κλαίω. Φαινόταν σαν να είχε λιώσει η καρδιά μου, και τα συναισθήματά μου ήταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσα να ακούω τη φωνή μου να ψάλλει χωρίς αυτό να προκαλεί το ξεχείλισμα των συναισθημάτων μου. Προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, αλλά δεν μπορούσα. Έτσι, άφησα στην άκρη το μουσικό μου όργανο και σταμάτησα να ψάλλω.
Μετά το γεύμα, ήμασταν απασχολημένοι μεταφέροντας τα βιβλία και τα έπιπλά μας σε ένα άλλο γραφείο. Επειδή ήμασταν τόσο απασχολημένοι, ελάχιστα μιλήσαμε όλο το απόγευμα. Όμως το μυαλό μου παρέμεινε σ' εκείνη την βαθιά ήρεμη κατάσταση. Όλα φαίνονταν πως ήταν καλά και τίποτα δεν μ' ενοχλούσε ούτε με αναστάτωνε καθόλου.
Αργά εκείνο το απόγευμα, άρχισα να νιώθω την ανάγκη να δοκιμάσω να προσευχηθώ ξανά, αμέσως μόλις έμενα μόνος στο νέο γραφείο. Δεν επρόκειτο να εγκαταλείψω το θέμα του Χριστιανισμού και να τα παρατήσω. Αν και δεν είχα πλέον οποιαδήποτε ανησυχία για τη ψυχή μου, θα συνέχιζα ακόμα να προσεύχομαι.
Καθώς έπεφτε το σκοτάδι, ο Squire W με καληνύχτισε και πήγε στο σπίτι του. 
Τον συνόδευσα μέχρι την πόρτα, και όταν έκλεισα την πόρτα και γύρισα, ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει μέσα μου. 
Όλα μου τα συναισθήματα ξύπνησαν και ξεχύθηκαν και η κραυγή της καρδιάς μου ήταν, “Θέλω να αδειάσω ολόκληρη τη ψυχή μου μπροστά στον Θεό”. Η ένταση ήταν τόσο μεγάλη που όρμησα στο δωμάτιο πίσω από το κεντρικό γραφείο, για να προσευχηθώ. 
Δεν υπήρχε καμιά φωτιά, ούτε φως στο δωμάτιο, αλλά μου φάνηκε σαν να ήταν εντελώς φωτισμένο. Μόλις μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα, μου φάνηκε ότι συνάντησα τον Κύριο Ιησού Χριστό πρόσωπο με πρόσωπο. Μου φάνηκε ότι τον είδα, όπως θα έβλεπα οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο. Δεν είπε τίποτα, αλλά με κοίταξε με τέτοιο τρόπο, που με λύγισε ακριβώς κάτω στα πόδια Του. Άδειασα την ψυχή μου σ' Αυτόν. Έκλαψα με μεγάλη φωνή σαν παιδί, ομολογώντας ότι μπορούσα. Μου φάνηκε ότι έπλυνα τα πόδια Του με τα δάκρυά μου, κι όμως δεν είχα καμιά σαφή εντύπωση ότι Τον άγγιξα.
Πρέπει να συνέχισα έτσι για αρκετή ώρα, αλλά ήμουν τόσο απορροφημένος για να θυμάμαι ότι είπα. Ξέρω ότι μόλις το μυαλό μου ηρέμησε αρκετά, γύρισα στο μπροστινό γραφείο, και διαπίστωσα ότι η φωτιά είχε σχεδόν σβήσει. Αλλά όταν γύρισα κι ετοιμαζόμουν να καθίσω δίπλα στη φωτιά, έλαβα ένα ισχυρό βάπτισμα στο 'Αγιο Πνεύμα. Χωρίς καμία προσδοκία, χωρίς καμία σκέψη στο μυαλό μου ότι υπήρχε κάτι τέτοιο για μένα, το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε επάνω μου με τέτοιο τρόπο, που φάνηκε να με διαπερνάει, σώμα και ψυχή. Ήταν σαν ένα κύμα ηλεκτρικής ενέργειας, που με διαπερνούσε και με διαπερνούσε. Μάλιστα, φάνηκε πως ερχόταν σε κύματα και κύματα ζεστής αγάπης. Φάνηκε σαν την ίδια την αναπνοή του Θεού. Θυμάμαι καθαρά ότι φαινόταν να με φυσά, σαν πελώριες φτερούγες.
Δεν υπάρχουν λέξεις να περιγράψουν την θαυμάσια αγάπη που γέμισε την καρδιά μου. Έκλαψα  δυνατά από χαρά και αγάπη. Κυριολεκτικά  εξέφρασα το απερίγραπτο ξεχείλισμα της καρδιάς μου. Αυτά τα κύματα έρχονταν ξανά και ξανά, το ένα μετά το άλλο, έως ότου φώναξα, “Θα πεθάνω αν αυτά τα κύματα συνεχιστούν”. Είπα, “Κύριε, δεν μπορώ ν' αντέξω άλλο”. Ωστόσο, δεν ένιωθα κανένα φόβο θανάτου. Πόση ώρα συνέχισα σε αυτήν την κατάσταση, με αυτό το βάπτισμα να συνεχίζει να κυλά και να με διαπερνάει, δεν ξέρω. Αλλά ξέρω ότι ήταν αργά το βράδυ, όταν ένα μέλος της χορωδίας μου – γιατί ήμουν ο υπεύθυνος της χορωδίας – μπήκε στο γραφείο για να με δει. Με βρήκε σε αυτήν την κατάσταση του δυνατού κλάματος, και μου είπε, “Κύριε Finney, τι συμβαίνει;” Δεν μπορούσα ν' απαντήσω για λίγη ώρα. Έπειτα είπε, “Πονάτε;” Σηκώθηκα  όπως μπορούσα, και απάντησα, “Όχι, αλλά είμαι τόσο ευτυχισμένος, που δεν μπορώ να ζήσω”.
Γύρισε και έφυγε από το γραφείο, και σε λίγα λεπτά επέστρεψε με έναν από τους πρεσβύτερους της εκκλησίας, του οποίου το κατάστημα ήταν κοντά. Ο πρεσβύτερος αυτός, ήταν ένας πολύ σοβαρός άνθρωπος, που σχεδόν ποτέ δεν τον είχα δει να γελάει. Όταν ήρθε, εγώ ήμουν στην ίδια σχεδόν κατάσταση που με είχε αφήσει ο νεαρός άνδρας για να τον καλέσει. Με ρώτησε πως ένιωθα και άρχισα να του λέω. Αντί να πει οτιδήποτε, ξέσπασε στο πιο σπασμωδικό γέλιο. Φαινόταν πως ήταν αδύνατο γιαυτόν να πάψει να γελάει από τα βάθη της καρδιάς του.
Υπήρχε ένας νεαρός στη γειτονιά, που ήταν στενός φίλος. Έμαθα αργότερα ότι ο πάστοράς μας επανειλημμένως είχε μιλήσει μαζί του για τον Χριστιανισμό, και τον είχε προειδοποιήσει για να μην παρασυρθεί από μένα. Του είπε ότι περιφρονούσα πολύ την πίστη, και πίστευε πως αν σχετιζόταν μαζί μου, θα τον παραπλανούσα. 
Αφού μεταστραφήκαμε στο χριστό και οι δύο, ο φίλος μου, μου είπε ότι είχε πει στον κ. Gale πολλές φορές, ότι οι συζητήσεις μαζί μου συχνά είχαν περισσότερο αντίκτυπο πάνω του, πνευματικά, από όσο είχε το κήρυγμα του. Είχα μοιραστεί πολλές από τις προσωπικές μου σκέψεις μ' αυτόν τον νεαρό.
Αλλά όταν περιέγραφα τα συναισθήματά μου στον πρεσβύτερο, αυτός ο νεαρός ήρθε στο γραφείο. Καθόμουν με την πλάτη μου στην πόρτα και σχεδόν δεν πρόσεξα πότε ήρθε. Άκουγε με θαυμασμό αυτά που έλεγα και, προτού το καταλάβω, έπεσε σχεδόν στο πάτωμα και φώναξε με την μεγαλύτερη αγωνία, “Σε παρακαλώ προσευχήσου για μένα!” Ο πρεσβύτερος της εκκλησίας και ο άλλος άνδρας γονάτισαν κι άρχισαν να προσεύχονται γιαυτόν, κι όταν προσευχήθηκαν, προσευχήθηκα γιαυτόν κι εγώ. Σύντομα, έπειτα απ' αυτά, έφυγαν όλοι και με άφησαν μόνο.
Μια ερώτηση τότε προέκυψε στο μυαλό μου, “Γιατί ο πρεσβύτερος γέλασε έτσι; μήπως σκέφτηκε ότι βρισκόμουν σε παραλήρημα, ή παραφροσύνη;” αυτή η σκέψη έφερε μια σκοτεινιά στο μυαλό μου και άρχισα να αναρωτιέμαι αν ήταν σωστό  για έναν αμαρτωλό σαν κι εμένα, να προσεύχεται για εκείνον τον νεαρό. Ένα σύννεφο άρχισε να απλώνεται πάνω μου  και όχι πολλή ώρα μετά, πήγα να κοιμηθώ, όχι θλιμμένος, αλλά δεν ήξερα ακόμα τι θα έκανα με όλα όσα είχαν συμβεί. Ακόμα και μετά το βάπτισμα που είχα λάβει, πήγα να ξαπλώσω χωρίς να γνωρίζω με σιγουριά ότι η ειρήνη μου με τον Θεό είχε επιτευχθεί. 
Σύντομα αποκοιμήθηκα, αλλά σχεδόν αμέσως ξύπνησα, νιώθοντας την αγάπη του Θεού να πλημμυρίζει την καρδιά μου. Ήμουν τόσο γεμάτος με αγάπη, που δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Τελικά αποκοιμήθηκα ξανά, για να ξυπνήσω πάλι με τον ίδιο τρόπο. Όταν ξυπνούσα, το σκοτεινό σύννεφο επέστρεφε, και η αγάπη που φαινόταν να είναι στην καρδιά μου έσβηνε, αλλά μόλις αποκοιμιόμουν, ήταν τόσο θερμή μέσα μου, που αμέσως ξυπνούσα. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ. Τελικά, κατάφερα να αποκοιμηθώ για λίγο.
Όταν ξύπνησα το πρωί, ο ήλιος είχε ανατείλει, κι έριχνε ένα καθαρό φως στο δωμάτιό μου. Οι λέξεις δεν μπορούν να εκφράσουν την εντύπωση που  εκείνο το φως του ήλιου έκανε  σε μένα. Αμέσως, το βάπτισμα που είχα λάβει το προηγούμενο βράδυ επέστρεψε, με σχεδόν τον ίδιο τρόπο. Κάθισα στα γόνατα κι έκλαψα δυνατά από χαρά. Για αρκετή ώρα, ήμουν τόσο πλημμυρισμένος από το βάπτισμα στο Πνεύμα, ώστε δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο, από το να  εκχέω την ψυχή μου στον Θεό. Φάνηκε ότι το βάπτισμα αυτού του πρωινού, συνοδευόταν από  μια απαλή επίπληξη, και το Πνεύμα φαινόταν να μου έλεγε, “Θα αμφιβάλλεις; θα αμφιβάλλεις;”. Φώναξα, “Δεν θα αμφιβάλλω, δεν μπορώ να αμφιβάλλω”. Μου ξεκαθάρισε τότε με τέτοιο τρόπο, ώστε ήταν αδύνατο για μένα να αμφιβάλλω, ότι το Πνεύμα του Θεού είχε εγκατασταθεί στην ψυχή μου.
Σε αυτήν την κατάσταση, διδάχτηκα την “δικαίωση εκ πίστεως” ως πραγματική εμπειρία. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ, ότι η δικαίωση ήταν  βασικό δόγμα του Ευαγγελίου. Στην πραγματικότητα, δεν ήξερα πραγματικά τι σήμαινε. Αλλά μπορούσα τώρα να δω και να καταλάβω τι σήμαινε το εδάφιο, «Δικαιωθέντες λοιπόν εκ πίστεως, έχομεν ειρήνην προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Μπορούσα να δω ότι τη στιγμή που πίστεψα, ενώ ήμουν επάνω στο δάσος, κάθε αίσθηση κατάκρισης είχε χαθεί εξ ολοκλήρου από το μυαλό μου, και ότι από εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να αισθανθώ καμία αίσθηση ενοχής ή καταδίκης, όσο κι αν προσπαθούσα. Η αίσθηση ενοχής έφυγε, οι αμαρτίες μου έφυγαν, και νομίζω ότι αισθάνθηκα τόση ενοχή, όση εάν δεν είχα ποτέ αμαρτήσει.
Αυτή ακριβώς ήταν η αποκάλυψη που χρειαζόμουν. Ένιωσα δικαιωμένος εκ πίστεως και, όσο μπορούσα να καταλάβω, ήμουν σε μια κατάσταση μέσα στην οποία δεν αμάρταινα. Αντί να νιώθω ότι αμάρταινα συνεχώς, η καρδιά μου ήταν τόσο πλήρης με αγάπη, που ξεχείλιζε. Το ποτήρι μου υπερχείλιζε  ευλογία και αγάπη, και δεν μπορούσα να νιώσω ότι αμάρταινα ενάντια στο Θεό. Ούτε  μπορούσα να ανακτήσω την παραμικρή  αίσθηση ενοχής για τις παλιές μου αμαρτίες. Εντούτοις, δεν είπα τίποτα σε κανέναν για αυτήν την εμπειρία της δικαίωσης, εκείνη την περίοδο.
Τέλος 2ου κεφαλαίου η Μεταστροφή
Συνεχίζεται........
Η σειρά αυτή της ιστορίας της ζωής του CHARLES FINNEY, δόθηκε από τον αδελφό Μανώλη Οικονομάκη για τα Xristianikanea.gr, και μεταφράστηκε στα Ελληνικά από την Κατερίνα Παρασκευά.
Ευχαριστούμε πολύ τα αδέλφια μας γι`αυτό. Ο Κύριος να τους ευλογεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Πήγαινε!

Eπέστρεψε στο Χριστό

Φυλαχτείτε από ένα σοβαρό σύνδρομο....

Που είναι οι άνδρες?

Τρέξε για τη ζωή σου!

Ξύπνα εκκλησία!

Προσευχηθείτε για τη δύναμη του Θεού

Υπάρχει Ένας Άλλος Κόσμος

Zώντας την αγάπη