Blogger Widgets




10 Μαρτίου 2014

Ο χριστιανός και τα χρήματά του


«Κατά την πρώτην της εβδομάδος έκαστος υμών ας εναποθέτη παρ’ εαυτώ θησαυρίζων ό,τι αν ευοδωθή» (Α΄ Κορ. 16:2).

Είναι πολύ αξιοσημείωτο, ότι ο απόστολος Παύλος διδάσκει τους αγίους στην Κόρινθο σχετικά με τη χρήση των χρημάτων συνεχίζοντας την επιστολή του μετά το μεγάλο κεφάλαιο της ανάστασης. Πρόκειται για ένα δυσάρεστο ερώτημα για πολλούς.
Όποιος μπορεί να πει από καρδίας: «Τίποτε το οποίο έχω θέλω να θεωρήσω δικό μου, το διαχειρίζομαι για τον δότη, η καρδιά μου, η δύναμή μου, η ζωή μου, τα πάντα ανήκουν αιωνίως σ’ Αυτόν», αυτός σίγουρα δεν θα αποφύγει να μελετήσει αναλυτικότερα στην παρουσία του Θεού κάτι το οποίο λέει ο Θεός μέσα στο Λόγο Του για το χριστιανό και τα χρήματά του.
Στην Παλαιά Διαθήκη βρίσκουμε, ότι ο Θεός έδωσε πολύ συγκεκριμένες οδηγίες στο λαό Ισραήλ. Απ’ όλα όσα κέρδιζαν έπρεπε ακριβώς ένα δέκατο να μπει στην άκρη γι’ Αυτόν, αφιερωμένο για τη συντήρηση του οίκου Του και την υποστήριξη των ιερέων Του. 
Ακόμη πριν όμως δοθεί ο νόμος ο Θεός έδειξε τις σκέψεις Του σχετικά με το δέκατο, δηλαδή μέσω όσων μετέδωσε σε σχέση με την ιστορία του Αβραάμ. 
Όταν ο πατριάρχης επέστρεψε από τη μάχη των βασιλέων και την απελευθέρωση του ανηψιού του, Λωτ, συνάντησε τον Μελχισεδέκ, βασιλέα Σαλήμ και ιερέα του Θεού του Υψίστου. Πληροφορούμαστε, ότι ο Αβραάμ έδωσε στον Μελχισεδέκ το δέκατο απ’ όλα όσα είχε ως απάντηση στην ευλογία την οποία έλαβε από αυτό το μυστήριο πρόσωπο – μια εικόνα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Γεν. 14:17-24). 
Στην επιστολή προς Εβραίους (κεφ. 7) στρέφεται η προσοχή μας σ’ αυτό το γεγονός, για ν’ αποδειχθεί η ανώτερη θέση του ιερατεύματος του Μελχισεδέκ σε σχέση με το λευϊτικό ιεράτευμα, εφ’ όσων ο Αβραάμ ήταν ο πατέρας όλων των Εβραίων, συνεπώς και των γιων του Λευΐ, οι οποίοι μέσω του Αβραάμ ως εκπροσώπου τους πλήρωσαν το δέκατο.
Όταν ο επίγειος λαός του Θεού συνέχισε ευτυχισμένος την πορεία του προσέφεραν το δέκατο με χαρά, καθώς και πρόσθετες θυσίες. Έτσι τιμούσαν τον Κύριο και αναγνώριζαν την εξουσία Του πάνω στη ζωή και την περιουσία τους. Όταν επήλθε η κατάπτωση και αποξενώθηκαν από τον Θεό ακολουθώντας την οδό των τριγύρω εθνών, κρατούσαν το δέκατο για μέρος τους, έκλεβαν από τον Θεό όσα Του ανήκαν, άφησαν τους ιερείς να στερούνται και παραμέλησαν τη συντήρηση του ναού Του. Με κάθε επιστροφή προς τον Κύριο τον Θεό τους αναγνώριζαν εκ νέου την ευθύνη τους σχετικά με το δέκατο.
Στο τελευταίο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, στο μικρό προφήτη Μαλαχία, μιλάει ο Θεός με εξολοθρευτικό τόνο σχετικά με την παραμέληση του νόμου περί του δεκάτου. Στο κεφάλαιο 3:8.9 λέει ο Θεός: «Μήπως θέλει κλέπτει ο άνθρωπος τον Θεόν; Σεις όμως με εκλέπτετε και λέγετε: Εις τί σε εκλέψαμεν; Εις τα δέκατα και εις τας προσφοράς. Σεις είσθε κατηραμένοι με κατάραν, διότι σεις με εκλέψατε, ναι, σεις, όλον το έθνος!». Ο Θεός δεν χρειαζόταν τα χρήματά τους. Τους είχε πει στον Ψαλμό 50, ότι όλα τα ζώα του δάσους, τα ζωά σε χίλια όρη είναι δικά Του. «Διότι εμού είναι η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής» (εδ. 12).
 Δεν Του έλειπε τίποτα το οποίο θα μπορούσε να Του φέρει ο λαός Του.
 Όμως η ευσυνείδητη υπακοή στο νόμο περί δεκάτου ήταν μια απόδειξη της πιστότητάς τους απέναντι σ’ Αυτόν, και η παραμέληση εξέφραζε την αδιαφορία τους απέναντι στο θέλημά Του. 
Στο εδάφιο μετά το αναφερθέν από το βιβλίο του Μαλαχία τους νουθετεί ο Θεός να προσφέρουν το δέκατο και τους υπόσχεται ευλογία, εάν υπακούσουν. Διαβάζουμε:
«Φέρετε πάντα τα δέκατα εις την αποθήκην, δια να ήναι τροφή εις τον οίκον μου. Και δοκιμάσατέ με τώρα εις τούτο, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων, εάν δεν σας ανοίξω τους καταρράκτας του ουρανού και εκχέω την ευλογίαν εις εσάς, ώστε να μη αρκή τόπος δι’ αυτήν. Και θέλω επιτιμήσει υπέρ υμών τον καταφθείροντα, και δεν θέλει φθείρει τους καρπούς της γης σας, ουδέ η άμπελός σας θέλει απορρίψει προ καιρού τον καρπόν αυτής εν τω αγρώ, λέγει ο Κύριος των δυνάμεων» (Μαλ. 3:10.11). Στην υπακοή απέναντι στην εντολή του Κυρίου ακολουθούν πάντοτε υλικές ευλογίες. Όταν ο Σωτήρας μας ήταν στη γη, επιτιμούσε κάποια εξωτερικά όσια πρόσωπα, γιατί με μεγάλη προσοχή παρατηρούσαν όλα όσα αφορούσαν το δέκατο, ενώ παραμελούσαν την αληθινή πνευματική συμπεριφορά απέναντι στον Θεό και την αγαθοεργία απέναντι σε ανθρώπους. Μιλάει περιφρονητικά για τη συνήθεια τους να λογαριάζουν το δέκατο ακόμη και στα μικρότερα βότανα, ενώ ξεχνούσαν σημαντικότερα θέματα του νόμου, όπως π.χ. ν’ αγαπούν τον πλησίον όπως τον εαυτό τους. 
Ωστόσο δεν τους απαλλάσσει από το νόμο περί δεκάτου και δεν απορρίπτει με κανέναν τρόπο το δέκατο, διότι προσθέτει άμεσα: «Ταύτα έπρεπε να πράττητε και εκείνα να μη αφίνητε» (Ματθ. 23:23). Αυτό θέλει να πει: δεν αφαιρεί την ευθύνη τους να λογαριάζουν το δέκατο στο δυόσμο, το άνηθο και το κύμινο, όσο ασήμαντα φυτά κι αν ήταν, αλλά τους επέθεσε την ευθύνη να τηρούν ολόκληρο το νόμο και έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην πνευματική πλευρά.
Προχωρώντας από το περιβάλλον των τεσσάρων Ευαγγελίων προς τις Πράξεις των Αποστόλων και ύστερα στις επιστολές της Καινής Διαθήκης δεν διαβάζουμε πλέον τίποτε σχετικά με το δέκατο εκτός από το Εβρ. 7:5.8, το οποίο ήδη υποδείξαμε. Γι’ αυτό συμπέραναν κάποιοι, ότι ο νόμος περί δεκάτου δεν έχει καμία απολύτως επιρροή στην ευθύνη του χριστιανού. Με την πρώτη ματιά φαίνεται να έχουν δίκαιο όσοι το ισχυρίζονται. Υπάρχει όμως μια περικοπή, την οποία παραβλέπουμε συχνά, και η οποία φαίνεται να εξουδετερώνει αυτό το ζητούμενο. 
Το Ρωμαίους 8:3.4 μας λέει: «Επειδή το αδύνατον εις τον νόμον, καθότι ήτο ανίσχυρος δια της σαρκός, ο Θεός πέμψας τον εαυτού Υιόν με ομοίωμα σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας (δηλ. ως θυσία), κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί, δια να πληρωθή η δικαιοσύνη του νόμου εις ημάς τους μη περιπατούντας κατά την σάρκα, αλλά κατά το πνεύμα».
Εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης αρχή μέγιστης σημασίας για κάποιον, ο οποίος θέλει να ζει για την δόξα του Θεού στην εποχή της χάριτος για τους πιστούς, και όχι την εποχή του νόμου. Το χριστιανικό μέτρο σχετικά με τη δικαιοσύνη δεν είναι μικρότερο από αυτό των Ιουδαίων κατά την οικονομία του νόμου. Μπορεί να πει κανείς, ότι στην πραγματικότητα το χριστιανικό μέτρο είναι πολύ μεγαλύτερο. Γι’ αυτό ίσως μπορούμε να πούμε: εάν ήμασταν Ιουδαίοι ζώντας υπό νόμο θα ήμασταν αναγκασμένοι να δώσουμε στον Θεό το δέκατο απ’ όλη την περιουσία μας, γιατί αναγνωρίζουμε την κυριαρχία Του πάνω στα κτήματά μας. Μπορούμε όμως ως χριστιανοί στο πλαίσιο της χάριτος να επιτρέψουμε ο Ιουδαίος υπό νόμο να μας ξεπεράσει ως προς αυτό; Δεν θα έπρεπε τότε καλύτερα ν’ ανταποδώσουμε στον Θεό τουλάχιστον ένα δέκατο όλων, όσα μας εμπιστεύθηκε; Και όταν Εκείνος μας ικανώνει, δεν θα έπρεπε εμείς με χαρά να δώσουμε περισσότερα, για να εκτιμήσουμε την ευγενική χρηστότητα, την οποία μας χορήγησε Εκείνος πλουσιοπάροχα;
Όταν ο Παύλος παρακαλούσε τους Κορινθίους να εναποθέτουν κάτι ανάλογα με την ευημερία τους, απαραιτήτως είχε υπ’ όψιν το ένα ή το άλλο μέτρο. Για ποιο μέτρο όμως μιλάμε; Σίγουρα δεν είναι χαμηλότερο από αυτό του νόμου. Είναι όμως ξεκάθαρο, ότι πρέπει να υπολογίζουμε ένα ορισμένο μερίδιο, όταν πρόκειται να δώσουμε ανάλογα με την ευημερία την οποία ο Θεός μας δίνει.
Όποιος λέει: «Δεν είμαι υπό νόμο, και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να δώσω ένα δέκατο από το εισόδημά μου, θα δώσω ανάλογα με το τί αισθάνομαι ότι ο Κύριος με οδηγεί», αυτός γενικά αποφασίζει να δώσει ένα φτωχό λιγάκι σε σχέση με όλα όσα του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Όποιος όμως λέει: «Θ’ αρχίσω με το δέκατο, και μόλις ο Θεός με ικανώσει θα δώσω περισσότερο», αυτός θα γίνει σταθερός δωρητής και χαίρεται να δίνει με ευχάριστη υπακοή απέναντι στο Λόγο του Κυρίου.
Πριν χρόνια είχα το προνόμιο να γνωρίσω έναν χριστιανό πολύ αφιερωμένο στον Κύριο, ο οποίος είναι τώρα στην παρουσία Του. Μου έλεγε, ότι όταν ήταν ακόμη νέος άνθρωπος είχε συλλογισμούς στην ψυχή του, όταν λογάριαζε την ευθύνη του ενώπιον του Θεού. Όταν έβγαζε δέκα λίρες την εβδομάδα έδινε συνειδητά μια λίρα για την υποστήριξη του έργου του Κυρίου. Όταν το εισόδημά του ανήλθε σε δεκαπέντε λίρες, σκέφθηκε: «Όταν έβγαζα δέκα λίρες μπορούσα να δίνω στον Κύριό μου μια λίρα. Τώρα βγάζω δεκαπέντε λίρες, οπότε σίγουρα μπορώ να δώσω δυο στον Κύριο». Αυτό και έκανε. Όταν λίγο καιρό αργότερα ανέβηκε ο μισθός του σε είκοσι λίρες σκέφθηκε: «Όταν έβγαζα δεκαπέντε λίρες, μπορούσα να δώσω στον Θεό δυο λίρες, τώρα μπορώ σίγουρα να Του δώσω τέσσερις λίρες». Έτσι επιδίωκε και τα επόμενα χρόνια να δίνει στον Θεό ανάλογα με την ευημερία, την οποία έδινε ο Κύριος. Όταν τον γνώρισα, λίγο καιρό πριν κλήθηκε στην ουράνια πατρίδα του, έδινε ετησίως χιλιάδες λίρες για το ιεραποστολικό έργο, για το έργο του Ευαγγελίου στη χώρα του και για τις ανάγκες των ασθενών και φτωχών, τους οποίους συναντούσε. Έδινε πραγματικά, αφού ο Θεός έδωσε ευημερία. Επίσης δεν ένιωθε σαν να ήταν υπό νόμο, πολύ περισσότερο η ζωή του ήταν μια εκροή της χάριτος του Θεού, η οποία δρούσε στην ψυχή του.

Ας μη σκέφτεται κανένας χριστιανός, πως κερδίζει μη δίνοντας στον Θεό. Ας θυμάται καλύτερα τα λόγια του Κυρίου: «Μακάριον είναι να δίδη τις μάλλον παρά να λαμβάνη» (Πραξ. 20:35), πράγμα το οποίο πάντοτε αποτελεί την πιο ευλογημένη μερίδα. Ο Θεός δεν θέλει να είναι υπόχρεος στον άνθρωπο. Όταν Του δίνουμε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, ότι Εκείνος κυριολεκτικά θα εκπληρώσει ό,τι είπε ο Ίδιος: «Ο δε Θεός μου θέλει εκπληρώσει πάσαν χρείαν σας κατά τον πλούτον αυτού εν δόξη εν Ιησού Χριστώ» (Φιλ. 4:19).
Το θέμα μας αναδεικνύει μια υπόθεση, την οποία συχνά τείνουμε να παραβλέψουμε, δηλαδή να έχουμε μια εύτακτη μέθοδο όσον αφορά τον καιρό και τον τόπο να εναποθέτουμε το μέρος του εισοδήματός μας, το οποίο αφιερώνουμε στο έργο του Κυρίου. Αυτό το έργο ωστόσο έχει δυο πλευρές. Συμπεριλαμβάνει τη φροντίδα για τους υπηρέτες και δούλους του Κυρίου, οι οποίοι αφιερώθηκαν πλήρως στη διακονία για τον Κύριο, και γι’ αυτό θα πρέπει να ζουν από το Ευαγγέλιο, όπως λέει η Γραφή. Περικλείει όμως επίσης τις ανάγκες όσων είναι σε δύσκολες περιστάσεις. Βασικά ο απόστολος είχε στην καρδιά του το δεύτερο σκέλος δωρεάς στον Κύριο, όταν έδωσε οδηγία στους Κορινθίους για συστηματικές και αρμοστές δωρεές. Ο Κύριός μας είπε, ότι όλα όσα εκτελέστηκαν για κάποιον δικό Του, αναγνωρίζονται ως εκτελεσμένα για τον Ίδιο.
Θέλω όμως να στρέψω την προσοχή μας ειδικά στο χρόνο στον οποίο αναφέρονται τα πρώτα λόγια του εδαφίου μας: «Κατά την πρώτην της εβδομάδος». Οι περισσότεροι από μας λαβαίνουν τις αποδοχές τους σε τακτά διαστήματα κάθε εβδομάδα ή κάθε μήνα. Το νόημα αυτού του ξεκάθαρου εδαφίου είναι, ότι δίνουμε ένα αρμοστό μέρος του μισθού ή άλλου εισοδήματός μας για το έργο του Κυρίου την ίδια στιγμή, στην οποία λαβαίνουμε το μισθό ή κάποιο άλλο εισόδημα. Δεν είναι αναγκαίο να δώσουμε αμέσως όλα για το ένα ή το άλλο πράγμα. Όποιος όμως εναποθέτει μ’ αυτό τον τρόπο τακτικά θα έχει πάντοτε κάτι να δώσει, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία. Είναι μεν η αποθήκευση στο σπίτι, αλλά είναι επίσης η συνεισφορά για τους αγίους. Σκεφτόμαστε την περίπτωση, στην οποία φέρνουμε τις δωρεές μας στη σύναξη του λαού του Θεού, όπου συγκεντρωνόμαστε με άλλους για τη συλλογή των διαφόρων θυσιών μας.
Συχνά τέθηκε το ερώτημα, πού θα πρέπει να δίνουμε το δέκατο και τις θυσίες μας. Η απάντηση είναι σίγουρα, ότι καθένας πρέπει να βλέπει αυτό το θέμα ενώπιον του Θεού και ότι καθένας θα πρέπει να κοιτάζει στον Θεό, για να τον καθοδηγεί στην κατάλληλη χρήση των χρημάτων. Τα χρήματα τα οποία προσφέρουμε στον Κύριο διατίθενται προς χρήση, αναλόγως πώς Εκείνος διατάξει κατά καιρούς. Όποιος μαθαίνει να ενεργεί έτσι σε κοινωνία με τον Θεό στο θέμα των χρημάτων, μπορεί να είναι βέβαιος για την ευλογία του Θεού, ακόμη κι αν πρόκειται ο ίδιος να βρεθεί σε δύσκολες καταστάσεις. Γενικά όμως είναι πρέπον για μας να είναι χαρά και προνόμιο μας ν’ ανταποκρινόμαστε στην ευθύνη μας σ’ αυτά τα τα πράγματα προς έπαινο και δόξα Θεού.
Στο Δευτερονόμιο 26 αποκαλείται «αφιέρωμα» εκείνο το οποίο εναποθέσαμε και συγκεντρώσαμε, δηλαδή είναι αφιερωμένο στον Θεό, έχει αποκλειστεί από την πρόσβαση για άλλους σκοπούς, π.χ. για επίγεια πράγματα. Επειδή όμως υπάρχει ένας μεγάλος κίνδυνος σ’ αυτό, φαίνεται πως ο Θεός διέταξε στο λαό Του μια ορισμένη βιασύνη. Ο Ισραηλίτης προσερχόμενος στον Κύριο έπρεπε να είναι σε θέση να πει: «Εξεκαθάρισα εκ της οικίας μου τα αφιερώματα, και προσέτι έδωκα αυτά εις τον Λευΐτην και εις τον ξένον, εις τον ορφανόν και εις την χήραν, κατά πάντα τα προστάγματά σου, τα οποία προσέταξας εις εμέ. Δεν παρέβην τας εντολάς σου ουδέ ελησμόνησα αυτάς κ.τ.λ.» (Δευ. 26:13.14).
H. A. Ironside
Μετ.: Ιωνάς Ζάϊντελ για τα χristianikanea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Πήγαινε!

Eπέστρεψε στο Χριστό

Φυλαχτείτε από ένα σοβαρό σύνδρομο....

Που είναι οι άνδρες?

Τρέξε για τη ζωή σου!

Ξύπνα εκκλησία!

Προσευχηθείτε για τη δύναμη του Θεού

Υπάρχει Ένας Άλλος Κόσμος

Zώντας την αγάπη