Blogger Widgets




18 Σεπτεμβρίου 2010

Ποιός σταύρωσε τον Χριστό;





Οι τρεις πρωταγωνιστές των τελευταίων γεγονότων της ζωής του Ιησού -ο Πιλάτος, ο Καιάφας και ο Ιούδας- που πάνω τους οι ευαγγελιστές επιρρίπτουν την κύρια ευθύνη για τη σταύρωση του- πλαισιώθηκαν από τους αρχιερείς, τον όχλο και τους στρατιώτες. Για καθέναν από τους τρεις αλλά και για τις ομάδες που τους πλαισίωναν χρησιμοποιείται το ίδιο ρήμα: «παραδίδωμι»,-προδίδω. Ο Ιησούς είχε προείπει ότι «επρόκειτο να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων» ή ότι «θα παραδοθεί για να σταυρωθεί». Και οι ευαγγελιστές πλέκουν τις διηγήσεις τους έτσι, που να φαίνεται ότι οι προρρήσεις του Ιησού επαληθεύονται. Πρώτα απ' όλα, ο Ιούδας «τον παρέδωσε» στους αρχιερείς (από πλεονεξία). Έπειτα οι αρχιερείς «τον παρέδωσαν» στον Πιλάτο (από φθόνο). Τέλος ο Πιλάτος «τον παρέδωσε» στους στρατιώτες (από δειλία) κι εκείνοι τον σταύρωσαν.
Η δική μας άμεση, ενστικτώδης αντίδραση σ' όλο αυτό το συσσωρευμένο μίσος είναι να επαναλάβουμε του Πιλάτου το γεμάτο έκπληξη ερώτημα, όταν τα πλήθη ωρύονταν ζητώντας το αίμα του Ιησού: Γιατί; Τι κακό έκανε;» (Μτ 27,23). Ο Πιλάτος όμως δεν έλαβε καμια λογική εξήγηση. Το υστερικό πλήθος φώναζε όλο και πιο δυνατά, «Σταύρωσέ Τον». Αλλά, γιατί;
Γιατί; Τί έκανε ο Κύριός μου;
Γιατί λυσσάνε, γιατί φθονούν;
Έκανε τον παράλυτο να περπατήσει και τους τυφλούς το φως να δουν. Τί όμορφα αδικήματα!
Όμως αυτοί σ' αυτά δε βρίσκουν ευχαρίστηση, και μετά πάνω Του ορμούν.

Ίσως είναι κάπως φυσικό να προσπαθούμε να βρούμε δικαιολογίες για όλους αυτούς, γιατί σ' αυτούς βλέπουμε τον εαυτό μας και θα θέλαμε να μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε τους εαυτούς μας. Πράγματι, υπήρξε μερικά δικαιολογητικά γι' αυτές τις ενέργειες. Όπως κι ο ίδιος ο Ιησούς είπε καθώς προσευχόταν για τους στρατιώτες του την ώρα που τον σταύρωναν: «δεν ξέρουν τί κάνουν». Το ίδιο κι ο Πέτρος είπε στο πλήθος των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ: «ξέρω πως ό,τι κάνατε το κάνατε από άγνοια, όπως και οι άρχοντές σας». Ο Παύλος προσθέτει ότι «αν οι δυνάμεις που κυβερνούν αυτόν τον κόσμο είχαν καταλάβει, δεν θα σταύρωναν τον χορηγό της δόξας». Ήξεραν όμως αρκετά για να θεμελιωθεί η ενοχή τους, να δεχτούν οι ίδιοι αυτήν την ενοχή τους και να καταδικαστούν για τις πράξεις τους. Δεν φορτώνονταν, αλήθεια, όλη αυτήν την ευθύνη, όταν κραύγαζαν «Το αίμα του πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας»; Ο Πέτρος ήταν απόλυτα ειλικρινής όταν μιλούσε τη μέρα της Πεντηκοστής: «Ας γνωρίζει, λοιπόν με βεβαίοτητα ο κάθε Ισραηλίτης ότι αυτόν τον Ιησού, που εσείς τον σταυρώσατε, ο Θεός τον ανέδειξε Κύριο και Μεσσία!» Επιπλέον, χωρίς να διαφωνούν με την κατηγορία του αυτή, οι ακροατές του «ένιωσαν βαθιά συντριβή» και ρωτούσαν τι έπρεπε να κάνουν (Πραξ 2,36-37). Ο στέφανος ήταν ακόμα πιο κατηγορηματικός στην ομιλία του στο Μέγα Συνέδριο, που τον οδήγησε και στο μαρτύριο: Αποκαλώντας τα μέλη του Συνεδρίου «σκληροτράχηλους, με πορωμένη την καρδιά και κλεισμένα τ' αυτιά», τους κατηγόρησε ότι αντιστέκοταν στο Άγιο Πνεύμα όπως οι προπάτορές τους. Οι προπάτορές τους είχαν καταδιώξει τους προφήτες και είχαν θανατώσει αυτούς που προφήτεψαν τον ερχομό του Δίκαιου Μεσσία, του οποίοιυ κι αυτοί έγιναν προδότες και φονιάδες (Πρξ 7,51-52). Ο Παύλος αργότερα χρησιμοποιήσε την ίδια γλώσσα, όταν έγραφε στους Θεσσαλονικείς για την αντίδραση των συγχρόνων του Ιουδαίων στο ευαγγέλιο: «Αυτοί που σκότωσαν τον Κύριό μας Ιησού Χριστό καταδίωξαν κι εμάς». Κι επειδή αυτοί προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους εθνικούς από του να δεχτούν την σωτηρία, η οργή του Θεού θα έφτανε πάνω τους ολοκληρωτικά

Βέβαια, αυτή η απόδοση κατηγοριών ενάντια στον εβραικό λαό είναι τελείως έξω από την «μόδα» σήμερα. Πράγματι, αυτή η κατηγορία χρησιμοποιήθηκε σαν δικαιολογία για την κατασυκοφάντηση και για τους διωγμούς των Εβραίων στο παρελθόν ή για τον αντισημιτισμό που έχει κατά καιρούς εμφανιστεί. Κι αυτό είναι κάτι το απόλυτα κατακριτέο. Ο τρόπος όμως για να αποφύγει κάποιος την αντισημιτική προπαγάνδα είναι όχι να προσποιείται πως οι Εβραίοι είναι αθώοι, αλλά παραδεχόμενος την ενοχή τους να διευρύνει τον κύκλο των υπαιτίων. Δεν ήταν μόνο οι Εβραίοι. Έτσι άλλωστε το είδαν και οι απόστολοι. Ο Ηρώδης και ο Πιλάτος, οι εθνικοί και οι Ιουδαίοι , διακήρυτταν οι απόστολοι, συγκεντρώθηκαν εναντίον του Ιησού (Πραξ. 4,27
). Κι ομως το σπουδαιότερο είναι πως κι εμείς οι ίδιοι είμαστε το ίδιο ένοχοι. Αν εμείς ήμασταν στη θέση τους, τα ίδια θα κάναμε. Στην πραγματικότητα έχουμε κάνει τα ίδια. Γιατί κάθε φορά που στρέφουμε τα νώτα στο Χριστό, «ξανασταυρώνουμε και διαπομπεύουμε τον Υιόν του Θεού» (Εβρ. 6,6). Σταυρώνουμε κι εμείς το Χριστό, όταν είμαστε πλεονέκτες και φιλάργυροι σαν τον Ιούδα, όταν φθονούμε σαν τους αρχιερείς ή όταν βάζουμε πάνω απ' όλα τις φιλοδοξίες μας σαν τον Πιλάτο. Ένας παλιός νέγρικος ύμνος λέει «Ήσουν εκεί όταν σταυρώθηκε ο Χριστός;» Κι εμείς πρέπει να απαντήσουμε: «Ναι, ήμασταν εκεί». Όχι μόνο σαν μακρινοί παρατηρητές αλλά σαν συνεργοί, σαν ένοχοι συμμέτοχοι συνωμοτώντας, σκευωρώντας, προδίδοντας, παζαρεύοντας το τίμημα της προδοσίας, και παραδίνοντας τον Κύριο «ίνα σταυρωθή». Πιθανόν κι εμείς να προσπαθούμε να «νίψουμε τα χείρας» της ευθύνης μας, όπως ο Πιλάτος. Τα επιχειρήματα μας όμως είναι το ίδιο ισχνά σαν τα δικά του. Γιατί, υπάρχει στα χέρια μας αίμα. Για να μπορέσουμε να δούμε το σταυρό σαν ένα έργο που έγινε για μας (και να οδηγηθούμε στην πίστη και στην ταπεινή λατρεία του Χριστού), είναι ανάγκη πρώτα να δούμε το σταυρό σαν ένα έργο που έγινε από μας (και να οδηγηθούμε στη μετάνοια και στη συντριβή). Και πράγματι, όπως έλεγε ένας χριστιανός συγγραφέας, «μόνον όποιος είναι έτοιμος να δεχτεί την προσωπική του συμμετοχή στην ενοχή του σταυρού, έχει δικαίωμα να ζητήσει να συμμετάσχει και στη χάρη του».

Ο Οράτιος Μπονάρ (1808-1889) που ονομάστηκε «πρίγκιπας της σκωτικής υμνογραφίας», εκφράζει την παραπάνω αλήθεια μ' αυτά τα λόγια: (Α' Θες. 2,14-16).
Ήμουν εγώ που έχυσα το τίμιο αίμα,
εγώ που κάρφωσα τον Κύριο στο σταυρό.
εγώ που σταύρωσα το βασιλιά της δόξας,
που μέρος έπαιρνα και εγώ στο χλευασμό.

Νιώθω σαν ένας μπερδεμένος μες στο πλήθος
στου συρφετού αυτού τη χλαλοή.
και μέσα στης αντάρας τις κατάρες
αναγνωρίζω τη δική μου τη φωνή.
Τριγύρω από το σταυρό τα πλήθη βλέπω,
το βογγητό περιγελούν του Λυτρωτή.
κι όμως είναι σαν ν' ακούω τη φωνή μου
να βρίζει να χλευάζει -μόνο αυτή.
Η απάντηση που έχουμε δώσει μέχρι τώρα στο ερώτημα «Γιατί πέθανε ο Χριστός;» συμβαδίζει με τη μέθοδο που ακολοθούν οι συγγραφείς των ευαγγελίων, καθώς διηγούνται καθένας τη δική του εκδοχή. Δείχνουν την αλυσίδα της ευθύνης (από τον Ιούδα στους αρχιερείς, από τους αρχιερείς στον Πιλάτο, από τον Πιλάτο στους στρατιώτες) και τουλάχιστον υπαινίσσονται ότι η φιλαργυρία, ο φθόνος και ο φόβος που υποκίνησε εκείνους τους ανθρώπους, υποκινεί κι εμάς σήμερα. Κι όμως, δεν είναι αυτός ο πλήρης απολογισμός που μας δίνουν οι ευαγγελιστές. Έχουμε άλλη μία πολύ ζωτική μαρτυρία, που οι ίδιοι πάλι μας δίνουν: Κι αυτή είναι ότι ο Ιησούς αν και παραδόθηκε στο θάνατο εξαιτίας των αμαρτιών μας, εν τούτοις δεν πέθανε σαν μάρτυρας. Αντίθετα, ανέβηκε στο σταυρό με τη θέλησή του, τελείως ελεύθερα. Από το ξεκίνημα της δημόσιας διακονίας του ήταν προσηλωμένος σ' αυτόν το σκοπό.

Όταν βαφτιζόταν στον Ιορδάνη, ταύτισε τον εαυτό του με τους αμαρτωλούς (όπως επρόκειτο να κάνει αργότερα πάνω στο σταυρό), και στους πειρασμούς του στην έρημο αρνήθηκε να παρεκκλίνει από το δρόμο του σταυρού. Προανήγγειλε επανειλλημένα τα παθήματά του και το θάνατό του, όπως είδαμε στο αμέσως προηγούμενο κεφάλαιό μας, και με απόλυτη σταθερότητα πήρε την απόφαση να πάει στην Ιερουσαλήμ και να πεθάνει εκεί. Η σταθερή χρήση της λέξεως «πρέπει», που έκανε ο Κύριος όταν αναφερόταν στο θάνατό του, δεν έδειχνε κάποιον εξωτερικό καταναγκασμό, δεν τον καταπίεζε κανένας, αλλά υπονοούσε τη δική του εσωτερική απόφαση να εκπληρώσει στο πρόσωπό του όλα όσα είχαν γραφεί γι' αυτόν. «Ο καλός βοσκός θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των προβάτων», έλεγε. Μετά, αφήνοντας τη μεταφορά συνέχιζε: «Εγώ θυσιάζω τη ζωή μου...Κανείς δεν μου την παίρνει, αλλά εγώ από μόνος μου την προσφέρω» (Ιω 10,11. 17-18).

Επιπλέον όταν οι απόστολοι στις επιστολές τους μιλάνε για τον θάνατο του Ιησού, ότι ήταν μια εκούσια προσφορά εκ μέρους του, χρησιμοποιούν το ίδιο ρήμα («παραδίδομαι») που και οι ευαγγελιστές χρησιμοποιούν (αλλά στην ενεργητική φωνή) όταν διηγούνται την «παράδοσή του» στο θάνατο από τους άλλους. Έτσι ο Παύλος γράφει για την πνευματική του ζωή, ότι είναι «ζωή βασισμένη στην πίστη μου στον Υιό του Θεού...που με αγάπησε και πέθανε εκούσια (παραδόντως εαυτόν) για χάρη μου». Πιθανόν πρόκειται για ένα ηθελημένο απόηχο του Ησαΐα 53,12, όπου αναφέρεται ότι «ο ίδιος τη ζωή του στο θάνατο την έδωσε» (κατά τους Ο': «παρεδόθη»). Ο Παύλος χρησιμοποίησε επίσης το ίδιο ρήμα, όταν πίσω από την εκούσια παράδοση του Υιού έβλεπε αυτά που χορηγεί ο Πατέρας στον πιστό. Για παράδειγμα: «Ο Θεός δεν λυπήθηκε ούτε τον μονογενή του Υιό, αλλά τον παρέδωσε στο θάνατο για χάρη όλων μας. Δεν θα μας δωρίσει, λοιπόν, τα πάντα μαζί μ' αυτόν;» Κάποιος έγραφε: «Ποιος παρέδωσε τον Ιησού στο θάνατο; Δεν ήταν ο Ιούδας, για τα λεφτά. δεν ήταν ο Πιλάτος, από φόβο. ούτε οι Ιουδαίοι, από φθόνο. ήταν ο Πατέρας, από αγάπη!

Είναι πολύ βασικό να συνδυάσουμε αυτούς τους δύο τρόπους ενάτενισης του σταυρού- ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Από ανθρώπινη άποψη, ο Ιούδας παρέδωσε τον Ιησού στους αρχιερείς, αυτοί στον Πιλάτο και ο Πιλάτος στους στρατιώτες, οι οποίοι και τον σταύρωσαν. Αλλά από θεική άποψη ο Πατέρας τον παρέδωσε, και ο ίδιος παρέδωσε τον εαυτό του για να πεθάνει για μας. Καθώς λοιπόν αντικρύζουμε το σταυρό τοτ Χριστού, μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας και τα δύο: Μπορούμε να πούμε: «Εγώ έκανα αυτό το κακό, οι αμαρτίες μου τον ανέβασαν εκεί», κι επίσης μπορούμε να πούμε: «Εκείνος έκανε αυτό το έργο, η αγάπη του τον ανέβασε εκεί». Ο απόστολος Πέτρος έφερε τις δύο αυτές αλήθειες κοντά τη μία στην άλλη στο σπουδαίο εκείνο κήρυγμά του την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν είπε: «Ο Ιησούς σας παραδόθηκε γιατί έτσι όρισε ο Θεός, που το θέλησε και το γνώριζε». και παράλληλα είπε: «Εσείς τον Ιησού τον θανατώσατε, βάζοντας ανθρώπους που δεν έχουν τον νόμο του Θεού, να τον καρφώσουν στο σταυρό». Έτσι ο Πέτρος αποδίδει το θάνατο του Ιησού παράλληλα και στο σχέδιο του Θεού και στη φαυλότητα των ανθρώπων. Γιατί, ο σταυρός του Χριστού αποτελεί σημάδι της ανθρώπινης κακίας, αλλά είναι ταυτόχρονα η αποκάλυψη των θείων σκοπών να κατανικηθεί η ανθρώπινη κακία που ακριβώς μ' αυτό τον τρόπο εξωτερικεύτηκε.

Γιατί λοιπόν πέθανε ο Χριστός; Η πρώτη μου απάντηση είναι ότι δεν πέθανε, θανατώθηκε. Όμως μπορώ να προσθέσω σε αυτήν την απάντηση την αντίθετή της. Δεν θανατώθηκε, πέθανε, προσφέροντας τον εαυτό του εκουσίως, προκειμένου να εκτελέσει το θέλημά του Πατέρα του.



Του John R. STOTT

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Πήγαινε!

Eπέστρεψε στο Χριστό

Φυλαχτείτε από ένα σοβαρό σύνδρομο....

Που είναι οι άνδρες?

Τρέξε για τη ζωή σου!

Ξύπνα εκκλησία!

Προσευχηθείτε για τη δύναμη του Θεού

Υπάρχει Ένας Άλλος Κόσμος

Zώντας την αγάπη