Ω, Κύριε! Αναταράζονται τα βάθη μου από ασίγαστο, ένα κύμα ευγνωμοσύνης. Όλος ο βίος μου, ασήμαντος, κι αν ήταν ένας ύμνος ευχαριστήριος, πάλι δεν θα ’φτανε να πει το πόσο νιώθω τη ζέστα του χεριού Σου επάνω μου!
Κ’ η απορία, όλο, και πιο έντονη, με περονιάζει:
Γιατί τόση αγάπη, φορτωμένη με άπειρα δώρα για μένα τον αμαρτωλό, που με τα πόδια ενός βανδάλου ασωτεύω, ιερόσυλος, τη γη Σου;
Κ’ η απορία, όλο, και πιο έντονη, με περονιάζει:
Γιατί τόσα πολλά για μένα τον ανάξιο;
Γιατί άναψες τόσ’ αστέρια μες τη νύχτα;
Τόσα δένδρα μ’ όλη την ομορφιά τους μπρος στα μάτια μου; Γιατί τόση αγάπη, φορτωμένη με άπειρα δώρα για μένα τον αμαρτωλό, που με τα πόδια ενός βανδάλου ασωτεύω, ιερόσυλος, τη γη Σου;
Γιατί με ανέχεσαι, μέσα στην τόση ωραιότητα, να ’μαι η ανορθόγραφη μορφή του άφραστου
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου